Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11701-11800 από 12472
Ότα γεννιέται θηλυκό παιδί, τρίζουν οι τέσσαρες αγκωνές του σπιτιού
(1952)
Γιατί καταλαβαίνει το σπίτι πως έρχεται στον κόσμο οργανισμός που θα φέρη αναστάτωση με το γάμο του, τις γέννες, κ.τ.λ.ΙΙΠαλική (Ανωή)
Του δαμαλιού η βουνιά, με το φεγγάρι φρύγεται
(1952)
βουνιά ̇ σβουνιά, η κοπριά του βοδιού. Είναι τόσο μικρή, που και με του φεγγαριού το φως ξεραίνεται. Έτσι και τα λόγια μερικών ασήμαντων
Σπίτι χωρίς γυναίκα, σαν εκκλησιά χωρίς παπά
(1952)
Ομαλά
Δώσε του αφέντη τ' αφεντός,ναν τόνε προσκυνήση
(1952)
Οι τυραννικοί είναι και δουλοπρεπείς
Ο Θεός να σε φυλά από τσι γαλανές
(1952)
Πόχουν γαλανά μάτια
Ο ακαμάτης δέεται να βρέχη.
(1952)
Για να μη δουλεύη
Οπόχει πόνο, βάνει αβδέλλες
(1952)
Οι βδέλλες παλιότερα ήταν ένα από τα συνήθισμένα μέσα γιατρειάς
Το γαϊρίδι να 'φξήσει, το σαμάριν dου κοντεύει
(1952)
Ο γαϊδαρος αν μεγαλώσει, το σαμάρι του κονταίνει. Το ίδιο λεγόταν και αλλιώς : Ηύξησεν dο γαϊρίδι, το σαμάρι μουτσουκιένε = έγινε μουτσούκκο, μικρό
Τ' Απριλιού κάθε σταλαματιά νερό, είναι βαρέλι λάδι
(1951)
Η βροχή τ' Απρίλη κάνει πολύ κακό στις ελιές
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καλαμαντάνα, ψηλός άντρας απόστολος, κοντός πομπή και γάνα
(1952)
Καλαμαντάνα = σαν καλάμι
Γόνατα που δεν κοπιάσουνε, κοιλιά δε θεραπεύει
(1952)
Αν δεν κουραστούν τα πόδια, η κοιλιά δε χορταίνει
Σε ξένον πύργο, καρφί μην καρφώσης
(1952)
Πύργος = τοίχος
Καλά 'ν' τα πλατανόφυλλα, με το ροΐ το λάδι
(1957)
Η ελαφρά και εκτεταμένη σκιά των πλατανοφύλλων δεν αρκεί δια τους χωρικούς, χρειάζονται ροΐ πλήρες ελαίου
Τα πισινά του μουλαριού, τα μπροστινά του καλοέρου
(1957)
Εννοείται πρόσεχε
Του πάτησες τον κάλο
(1957)
Τον έπιξες καιρίως
Όποιος φυτεύ' αμυγδαλιές, θά 'χη και τσού τζιτζίκους
(1952)
Όποιος μπλέκει σε πολλές υποθέσεις, έχει και πολλές σκοτούρες
Αργαλειό μου, φυλακή μου, ρόκα μου, ξεφάντωσή μου
(1952)
Γιατί το αργαλειό σε κλείνει (ο αργαλειός) μέσα, ενώ με τη ρόκα μπορείς να γυρίζης στη γειτονιά
Απρίλης γρίλης, τιναχτοκοφινίδης
(1952)
Γρίλης φιαστή λέξη, επειδή υπάρχει γρίνια τον Απρίλη. Το ψωμί είναι λίγο και τινάζουν τα κοφίνια μήπως εύρουν τίποτα μέσα
Γυναίκα κοιλοπονάει, τον χάρο κουβαλάει
(1956)
Η θέση της γυναίκας, στις ώρες που θα γεννήση είναι επικύνδυνη
Ξένο ψωμί, δικό του μαχαίρι
(1956)
Για κείνον που εργάζεται σε υπηρεσία άλλου και οι τυχόν ζημίες της δουλειάς είναι του νοικοκύρη
Σκύλου ονείρατα, κομμάτια πίττες
(1956)
Ο καθείς ονειρεύεται ό,τι θέλει στο ξύπνο του
Αυτά τα λένε στον κλήδονα
(1956)
Είναι λόγια που τα λέγουν για να περάσουν την ώρα
Ξένος πόνος, ξέγδαρμα
(1956)
Ο πόνος του άλλου φαίνεται παραμικρός σε κείνον που δεν πονεί
Που να σε πάρ' η οργή
(1956)
Όταν ήθελαν ν' αποφύγουν να πουν ένα βαρύτερο λόγο
Αργεί το Πάσκα, μα 'ρκεται
(1952)
Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια, και του Γεναριού οι νύχτες
(1952)
Πιστεύουν πως αυτά τα δυό είναι βαριά και πρέπει να φυλαγώμαστε απο τα ξωτικά τους
Τσ΄αδειανής κοιλιάς η έγνοια, να ρτ΄η ώρα να γευτούμε
(1952)
Γεύομαι = τρώω το μεσημέρι
Αδειανή κοιλιά, Τετραδοπαράσκευο δεν ξέρει
(1952)
Τετραδοπαράσκευο η νηστεία που ορίζει η εκκλησία για την Τετάρτη και την Παρασκευή
Τε την εβίτσα στάσυ έμbη σο 'φτάλμι σου;
(1951)
Από την αυγή στάχυ μπήκε στο μάτι σου;
Ποπίσου του έσει 'φτάλμε
(1951)
Αποπίσω του έχει μάτια
Μπαμπά, όdας μ' ουρμήνιβις, ιγώ μιτρούσα μύγις
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν για κείνους, που δεν θέλουν να φορτώσουν το μυαλό τους με τας διδομένας συμβουλάς και ασχολούνται σε μηδαμινά πράγματα
Σύντεκνος. Του συντέκνου μας ο σκύλος, σύντεκνος ήταν και κείνος.
(1956)
Όταν ένας χωρίς να είναι συγγενής, δημιουργούσε υποθετές συγγένειες.
Σπίρτα μ' άχερα, δεν αφίν΄νε μαζί. Σπίρτο μοναχό
(1954)
Δύο πράγματα που είναι επικίνδυνα να μείνουν μαζί, τ αφίνουν ξέχωρα.
Οξύθυμος
Είναι σπίρτο μοναχό.
(1957)
Πολύ έξυπνος, το λέγανε όμας ολιγ΄βτερο και με την έννοια οξύθυμος
Σπίτι όσοχωρείς, βιός όσο μπορείς
(1959)
Το μεγάλο σπίτι είναι τρόπος να φτωχέψεις. Αν έχεις βιός, περνάς καλά, αν έχεις μεγάλο σπίτι δεν σημαίνει πως είσαι πλούσιος. Μπράβο σπίτι ο Μήτρος! Σπίτι όσο χωρείς, βιό όσο μπορείς. Του σπιτιού τ;α χρήματα είναι σερνικά ...
Γεννήθηκε σε ξέσκεπο σπίτι.
(1958)
Η παροιμία λεγομένη δια τους αδιάντροπους και αθυρόστομους
Συντεχνίτης συντεχνίτη, σαν καρφί στο μάτι του. Πα. Λι.
(1952)
Δηλ. δε χωνεύονται.
Πε μου την συντροφιάν σου να σου πω την αθρωπιάν σου.
(1951)
Αναλόγως των ανθρώπων που συναναστρέφεσαι, έτσι θα είσαι και εσύ.
Σ το σπίτι μου πασχά τζο πορώ να ιρεχατλανdήσω.
(1951)
Από το σπίτι μου αλλού δεν μπορώ να ξεκουραστώ.
Σπίτι μου, σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου
(1953)
Ο άνθρωπος αγαπά το σπίτι του και όταν τύχει να ευρεθή εις άλλο, έστω καλύτερον, δεν ευχαριστείται, αλλά με πόνον νοσταλγεί το ιδικόν τουν.
Σπίτι όσο χωρείς, βιός όσο μπορείς.
(1959)
Το μεγάλο σπίτι είναι τρόπος να φτωχέψεις. Αν έχεις βιός, περνάς καλά, αν έχεις μεγάλο σπίτι δεν σημαίνει πως είσαι πλούσιος. μπράβο σπίτι ο Μήτσος! Σπίτι όσο χωρείς, βιό όσο μπορείς. Του σπιτιού τα χρήματα είναι σερνικά, ...
Το σπίτι και τ' αμπέλι, δε dα κάνει όποιος θέλει
(1956)
διότι στοιχίζουν
Γεννήθηκε σε ξύσκεπο σπίτι.
(1958)
Η παροιμία λεγομένη δια τους αδιάντροπους και αθυρόστομους.
Πές μου ποιά ν' η συντροφιά σου, να σου πω την αθρωπιά σου.
(1952)
Αθρωπιά, την αξία σου σαν ανθρώπου.
Το ταρί το σπίτι υρεύει πολλαματή καρdια.
(1951)
Το στενό σπίτι θέλει φαρδειά καρδιά.
Σε χάρηκε το χωριό και το σπίτ' σ' παραπάνω.
(1953)
Λέγεται ειρωνικώς εις τον επιστρέφοντα εκ του ταξιδίου άνευ προκοπής.
"Απόν εσύντυσσιεν επέθανεν" "Κείνος που δε μίλησε πέθανε"
(1954)
Επί των συνεσταλμένων
Κααρακώθην do σπίτι του. Εκαρακώθεν τ' οσπτίτ΄ν ατ' .
(1951)
Μανταλώθηκε το σπίτι του.
Για κεείνον που έπαθε συφορά η έχασε τους δικούς του.
Δεν έχ' μάτια για σπίτ'.
(1953)
Δεν έχει όρεξη και διαφέρον ουδέ προθυμίαν δια τα συμφέροντα της οικογενείας.
Τ' αμπέλι θέλει αμπελουργό το σπίτι νοικοκύρη.
(1959)
Κάθε τέχνη θέλει τον τεχνίτη
Ο κακός χρόνος περνά, ο κακός σύντροφος εν περνά.
(1950)
Για τους αδιάκριτους φίλους και συντρόφους
Πές μου ποιά είν' η συντροφιά σου να σου πω την καταντιά σου.
(1953)
Επί της επιδράσεως της συναναστροφής.
Τόσο θα φκιάσω το σπίτι μου το χειμώνα!
(1956)
[Το λέει] ο σκύλος, που όλο το καλοκαίρι ξεντώνεται. Μα έρχετ' ο χειμώνας και δεν έχει φκιασμένο τίποτα, και κρυώνει.
Όποιος έχει σύντροφο έχει και αφέντη.
(1959)
Στην συντροφική δουλειά ο καθείς δεν έχει την ελευθερία να κάνη όπως αυτός θέλει.
Το σπίτι και τ' αμπέλι, δε dα κάνει όποιος θέλει
(1956)
διότι στοιχίζουν
Αν δεν αρέσ' κανείς το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει.
(1956)
Να είναι κανείς ευχαριστημένος με το σπίτι, και αυτό, ως να το αισθάνεται, θα σου το δείξη.
Τον κάθε άνθρωπο πρέπει ναν τόνε δης πως είναι και μες στο σπίτι του.
(1952)
Για να τον γνωρίσης όχι μόνο σα νοικοκύρη, αλλά και σαν άνθρωπο, χωρίς την εξωτερική του προσποίηση.
Το σπίτι ξεσκεπάζεται δύο φορές, στη χαρά και στο θάνατο
(1952)
Γιατί τότε μπαίνουν ελεύθερα οι γείτονες κι ο κόσμος μέσα στο σπίτι, και βλέπουν τις ελλείψεις του.
Το σπίτι θέλει να 'χη αντρός δύναμη.
(1952)
Θέλει να 'χη πρέπει να 'χη. Να υπάρχη δηλ. πάντα ένας άντρας που να κυβερνάη.
Σπίτι μου, σπιτάκι μου, προδοκαλυβάκι μου.
(1952)
Το είπε, λέει, μια γιρά, όταν εγύρισε σπίτι της και ξαλάφρωσε, ύστερ' από τον περιορισμό της στα ξένα σπίτια.
Σπίτι μου σπιτάκι μου και παλιοκαυβάκι μου.
(1955)
Δια ταύτης δηλούται η επιθυμία παντός ξενιτεμένου, όσον πλούσια κι αν περνά, να επιστρέψη στο πατρικό του σπίτι, στο χωριό του, το οποίον θεωρεί, ως το ιερώτερον πάντων.
Σπίτι όσο χωράει το κεφάλι σου, και πράμα όσο βλέπει το μάτι σου.
(1952)
πράμα, κτηματική περιουσία.
Συμβουλή παλιότερη για κάθε χωρικό.
Τόσο σφάλμα έχει και του παπά η κόρη
(1956)
Πολύ μικρό το ελάττωμα.
Σαν τη σφήκα
(1956)
Κακός που προσπαθεί με τα πικρά του λόγια να πειράζη και κεντρίζη.
Έπεσε το σφουγγάρι και τον πλήγωσε.
(1956)
Για ένα που όταν πλούτισε, λέπτυνε τόσο, που έπεσε το σφουγγάρι και τον κτύπησε.
Ότις σπουδάζει να σέσει, σένει δυο φορέδες.
(1951)
Όποιος βιάζεται να χέσει, χέζει δυό φορές.
Ηύρε το σφυγμό του(!)
(1957)
Σφυγμός= σφυγμός
Προσθέτανε μάλιστα: "και τον κάνει ό,τι θέλει" Βρήκε την αδυναμία του.