Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11601-11700 από 12472
Γεννήθηκα τσ' αποκριές
(1957)
Και συνεπώς δε φοβούμαι κανέναν, δε λογαριάζω τίποτε
Δεν είν' αυγό να το ρουφήξεις
(1957)
Δεν είναι και τόσο εύκολη δουλειά
Κάλλι αργά παρά ποτέ
(1957)
Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρτε
(1957)
Όταν κάποιος επέστρεψε άπρακτος από μιαν αποστολή. Πάντως και στα Βουρλά υπήρχε η ανόητη πρόληψη για την περιορισμένη ευφυΐα των Γιάννηδων
Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμεν
(1957)
Για κάθε τι που το προδικάζομε πρόωρα
Τί έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα
(1957)
Έκφραση παραπόνου για μια συνεχιζόμενη δυσάρεστη κατάσταση
Άλλο Γιάννης κι' άλλο Γιαννάκης
(1957)
Όταν υποστηρίζεται πώς διαφέρουνε δύο πράγματα όμοια
Σαν το γουρούνι γένηκε
(1957)
Βρωμερός και αγενέστατος.
Βγαίν' ο ήλιος, μα δε με ζεσταίνει
(1957)
Για τις περιπτώσεις προ πάντων πλουσίων συγγενών που αδιαφορούν για τους φτωχούς και αναγκασμένους, ( στερουμένους) της οικογένειας τους
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα
(1957)
Προγνωστικό του καιρού. Άσπρο ήλιο εννοεί θολόν ήλιο, λόγω των υδρατμών που δεν φαίνηται με γυμνβό μάτι
Ήρτε στο αμήν
(1957)
Έφτασε εις το μη περαιτέρω, από τις ευχές που η τελευταία τους λέξη είναι το “αμήν”
Τώχει το εδικό του
(1957)
Είναι οπωσδήποτε ευκατάστατος
Τώχει δίπορτο
(1957)
Είναι Θεόυ θελήματα, μα κι' ανθρώπο κουντήματα
(1957)
Ανάλογο με το αρχαίο “Συν Αθηνά και χείρα κίνει”. Την παροιμία αυτή την χρησιμοποιούσαν πολύ στις κουβέντες για προξενειές ανύπαντρων κοριτσιών
Είδε η αλεπού τον κώλο τς, κι θάρρ' σε γιαράς πως είναι
(1953)
Προς εκείνον που φοβείται δια την υγείαν του από το παραμικρό.
Τον γύφτο, και βασιλιά να τον κάν΄εις, μαρώ θα φωνάζ΄
(1953)
Μαρώ=ψωμί. Δια ψυχολογίαν κληρονομικήν καταβολής χαμηλών επιθυμιών
Απ' το γάμο έρχονμαι, μα την πείνα που κρατώ
(1953)
Επί περίπτωσιν πτωχού γεύματος κατά γαμήλιον εορτήν
Στου ζουρλώνε το χωριό, κι ο γνωστικός βλαμμένος
(1952)
Γιατί φορτώνεται όλες τις έγνοιες του
Άθρωπο από γενιά και σκύλο από μάντρα
(1957)
Να προτιμάς, δηλ.
Ήφαε τ' αυτιά μου
(1957)
Με την επιμονή του ή με τη λίμα του. Λίμα=φλυαρία
Του χωριάτη το σκοινί μονό δε σώνει, διπλό σώνει κι' αβατζέρνει
(1952)
Ό,τι παθαίνει ο κουτός απο μιά πρόχειρη σκέψη, αναγκάζεται έπειτα να το χρυσοπληρώση. αβατζέρνω (ιταλ.) = περισσεύω
Πρώτα να ξετάζης, κ' ύστερα να δικάζης
(1952)
Τσιγκέλι (τουρκ.), πολυάγκιστρο, που βγάζουν από το πηγάδι τον πεσμένο σίσκλο (κουβά). Το λένε και ραμπαούνι. Η παροιμία λέγεται για την αστυνομία ή την ανάκριση, που ανακαλύπτει κάτι
Από σπυρί σπυρί φασούλι γιομίζει το σακκούλι
(1953)
Η αποταμίευσις δεν συντελείται δια μιάς, αλλά βαθμηδόν και κατ' ολίγον
Δούλεψε να φάς και κρύψε νάχ'ς
(1953)
Η φιλοπονία και η αποταμίευσις είναι μεγάλαι αρεταί εις τον άνθρωπον
Και στ' αφεντός μ' ακούμπησα και στ' αδερφού μ' επήα, μα σαν τ' αντρός τη συντροφιά, συντρόφιαση δεν ηύρα
(1952)
Αφέντης = ο πατέρας
Την ημέρα τ' άη – Λιός παίρνει ο καιρός αλλιώσελ'
(1952)
Τη γιορτή τ΄άη-Λιός (20 Ιουλίου) την προσέχουν πολύ οι τσοπάνηδεσελ. Παίρνει αλλιώς αλλάζει
Των ακριβών τα στάματα, σε χαροκόπου χέρια
(1952)
Στάματα και στάμενα=τα υπάρχοντα, η περιουσία χαροκόπος=γλεντοκόπος
Τα βλέπ' ο ήλιος, πυρώνει
(1952)
Ο ήλιος ζεσταίνει μόνο όσα βλέπει στη γή. Αν δεν τρέξουμε οι ίδιοι κάπου να μας δούνε, δε θα μας σκεφτούν.
Όπου ακαμάτρας ριζικό, όπου μαγάρας μοίρα, κι' όπου καλή νοικοκυρά, μαύρη και κακομοίρα
(1952)
Μαγάρα = ανήθικη γυναίκα
Εδώ στο χωριό δεν τον θέλουν, του παπά το σπίτ' ρώτα που είναι
(1953)
Εις επιμένοντα ανεπιθύμητον
Άνθρωπος χωρίς δουλειά, παρηγοριά της χαράς
(1953)
Πρός αργόσχολον, ασχολούμενον με τάς υποθέσεις των άλλων
Θα γελάσ' το παρδαλό κατσίκ'
(1953)
Όταν αναμένεται γεγονός γελοίον
Σα 'δής τη γκωλοσυρματιά το φίδι τί το γυρεύγκεις;
(1958)
Ήτοι αφού υπάρχουν φανεραί ενδείξεις τί περιμένεις το αποτέλεσμα;
Σαρανταπέντε Γιάννηδες ονούς κοκούρου γνώσι
(1958)
Ονούς = ενός
Ποιός την έχασε ντη μοίρα να την εύρωμε γκαι 'μείς;
(1958)
Όταν είμεθα απαισιόδοξοι δια την τύχην μας
Πάρτο στο γάμο σου να σου πη και του χρόνου
(1958)
Ήτοι μη κάμνης συντροφιά με εκείνον που σε περιγελά
Δε μπορεί να δείρει το γάδαρο και δέρνει το σαμάρι
(1957)
Όταν δεν μπορούσαν να τιμωρήσουν τον αίτιον κάποιου κακού γιατί ήταν δυνατός, και ξεσπούσαν σ' έναν άλλον υποδεέστερο και αθώο
Σα δε ήθελες έκτυπους χαλκιά γείτονα ας μη νέκαμνες
(1958)
Ας μη ζητούσες περιπέτειες αφού δεν τις ήθελες
Το ήδεσε σε ψιλό μαντήλι
(1957)
Επίσπευσε απατηλή υπόσχεση
Λεί και δένει
(1957)
Έχει απόλυτη εξουσία
Αδύνατο μέρος
(1957)
Εννοούσαν τα ανύπαντρα κορίτσια. Χρησιμοποιούσαν ακόμη στην ίδια περίσταση και τη φράση: “έχει ντουβάρι”, π.χ. “δεν πατρεύεται-για κάποιον αρσενικό-γιατί έχει ντουβάρι μπροστάτου”, δηλαδή αδελφή λεύτερη, ανύπαντρη
Γαμπρός γιός δε γένεται, και νύφη θυγατέρα
(1957)
Θυγατέρα = το θυγατέρα πάντως δε λεγόταν στο βουρλιώτικο ιδίωμα λέγανε πάντα “κόρη”
Ούλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη
(1957)
Για κάθε αναποδιά
Μήτε γάμος ακλαυτος, μήτε λείψανο αγέλαστο
(1957)
Λείψανο = κηδεία
Ο παπάς πρώτα τα γένεια του βλόγησε
(1957)
Ή συνηθέστατατα
Είναι σα βρεμμένη κάτα
(1957)
Ντροπιασμένος για κάποιο σφάλμα του
Την πρώϊμη δουλειά την ευλόγησε ο Θεός. Την έψιμη την κάλεσε ό καιρός
(1957)
Κουβέντα χρήσιμη σε γεωργούς όπως ήσαν οι Βουρλιώτες. Οι καθυστερημένες καλλιέργειες, μονάχα άν τις ευνοούσε ο καιρός προκόβανε
Σήκω σύ να κάτσω 'γώ
(1957)
Όταν προσπαθούσε να πάρει κανής τη θέση και τη δουλειά κάποιου άλλου
Δεν έχει να ξύσει το δόντι του
(1957)
Είναι πάμπτωχος
Πές με ποιόνε σμίγεις νά σέ πώ πιός είσαι
(1957)
Σμίγω = συναναστρέφομαι και σμίξη = συναναστροφή. Καί φράση, συνηθισμένη κι' αυτή στά Βουρλά: “οι κακές σμίξες βλάφτουνε”
Ούλη μου η έννοια τ' αντρούς μου ο θάνατος
(1957)
Ειρωνική έκφραση επιδείξεως αδιαφορίας για οτιδήποτε
Εμείς κι' εμείς θα είμαστε
(1957)
Δηλ. Μεταξύ μας συγγενείς και πολύ γνωστοί φίλοι. Λεγόταν προ πάντων σε περιπτώσις φιλικών συγκεντρώσεων
Νιός ήμουν και γέρασα
(1957)
Όταν κάτι πολύν καιρό το περιμένομε, ή αναβάλλεται η πραγματοποίηση κάποιας υποσχέσεως
Ήταν ο καυγάς για το πάπλωμα
(1957)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Θέλει διάβασμα
(1957)
Δηλαδή δέηση παπά
Κοπήκανε τα ήπατά μου
(1957)
Ο Θεός να του βγάλει σκάπουλα
(1957)
Ο Θεός να τον προστατεύσει και να τον διασώσει
Ο Θεός αργεί, μα δεν λησμονεί
(1957)
Εκτός από την παροιμία αυτή, οι Βουρλιώτες σπανιώτατα χρησιμοποιούσανε το “λησμονώ”, πάντοτε λέγανε “ξεχνώ”
Ο Θεός είναι μεγάλος
(1957)
Επίσης παρηγορητική έκφραση σαν το “΄Εχει ο Θεός”. Συχνά μάλιστα λέγεται και τις δυό σαν συμπλήρωση η μία της άλλης
Ο Θεός σχωρέσ' τσ' αχμάκηδες
(1957)
Ερμηνεία: Στη περίπτωση ωφελείας από ανόητη ενέργεια άλλων
Ο Θεός δυό τζάκια δε χαλνάει
(1957)
Όταν αποτύγχανε ένας γάμος εξ υπαιτιότητος και των δύο συζύγων
Ο Θεός μ' εφώτισε
(1957)
Το θυμιατό τα ξεδιαλέγη ούλα
(1957)
Εννοείται το θυμιατό της κηδείας. Με το θάνατο κάποιου αποκαλύπτεται η οικονομική του κατάσταση στις λεπτομέρειές της
Γενήκανε τ' αγγεία θυμιατά και τα σκατά λιβάνια
(1957)
Αγγείο = δοχείο της νύχτας
Πάει σαν τον κάβουρα
(1957)
Κάθε εμπόδιο γιά καλό
(1957)
Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώση
(1953)
Ερμηνεία: Επί πολυαρχίας
Τώρα πρόκοψεν η καημένη (που κτύπησεν ο εσπερινός)
(1952)
Λέγεται για κείνες που εργάζονται αφού κτυπήσουν οι καμπάνες για τον εσπερινόν
Λίγο κάτσε και πολύ να ιδής
(1955)
Αλί, μήν το ΄χ΄ η κούτρα να κατεβάζη ψείρες!
(1953)
Όταν δεν είναι δυνατόν ν΄ αποβληθή κακή συνήθεια
Σκύλος κι αν γαυγίζ' κώλος τον πονεί
(1953)
Όταν δεν φέρουν αποτέλεσμα μάταιαι διαμαρτυρίαι
Απ' τ' Άη – Λιός και μπρός γυρίζει ο καιρός αλλοιώς
(1954)
Επιστεύετο ότι ο προφήτης Ηλίας εξουσίαζε τους ανέμους και δια τούτο έλεγαν [την ανωτέρω]
Δυό κεφάλια δεν 'χωρούν σ'ένα φέσι
(1957)
Λέγεται εις περίπτωσιν ελλείψεως επαρκούς χώρου δια δύο
Πάρτονε στο γάμο σου να σε πει και του χρόνου
(1957)
Η πιο ανάρμοστη φυσικά ευχή σ' ένα γάμο, γουρσούζικη μάλιστα, είναι και του χρόνου. Η παροιμία λεγόταν σε περιπτώσεις αχαρακτηρίστων εκδηλώσεων αχαριστίας
Στής λεύτερης τήν πόρτα εκατό κι' ο γάδαρος
(1957)
Δικαιολογία γιά όσα λέγονται συχνά γιά τά ανύπαντρα κορίτσια, κουτσομπολιά καί σχόλια
Ο κακός χρόνος περνά, ο κακός γείτονας δεν περνά
(1957)
Πραγματικά μεγάλος μπελάς οι κακοί γείτονες
Όπου γάδαρος κι αυτός σαμάρι
(1957)
Για όσους δεν διστάζουν ή δεν ντρέπονται, προκειμένου να επωφεληθούν από κάτι
Όρσε γαμπρέ κουφέτα
(1957)
Έκφραση αποδοκιμασίας για πράξεις ανάρμοστες. Συγχρόνως “τυφλώνανε” = μουτζώνανε αυτόν προς τον οποίον απευθύνονταν
Τρέχα γύριβι κι Νικολό καρτέρει
(1956)
Λέγεται ότι κάποιος Νικόλας έγραψε στη γυναίκα του από την ξενιτειά, όπου είχε ταξιδέψει, να τακτοποιήση στο χωριό αυτή ωρισμένες δουλειές και ύστερα να τον περιμένει να γυρίσει. Είναι διάφορες παραλλαγές.' Χαιρέτα μου ...
Κάθε πουλάκι, με τη λαλούλα του
(1952)
Κάθε άνθρωπος έχει τη γνώμη του
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα
(1952)
Όταν ο ήλιος είναι αδύνατος, θα βρέξη
Η γριά του μ' σουχείμουνου ν' ιράγγ' ρου χαλίβι
(1955)
Ερμηνεία: Λέγεται για τις άκαιρες επιθυμίες