Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11401-11500 από 12472
Δε δίνει τ' ατζέλου του νερό
(1956)
Περί φιλαργύρου
Είναι κάρσα του διαόλου
(1956)
Ευφυέστατος
Ο διάολος τον πιδουλά
(1956)
Κρίμα στα δευτεριάτικα!
(1957)
Ματαία η προσπάθεια. Τα δευτεριάτικα άλλοτε ήσαν φιλοδώρημα των μαθητών προς τον διδάσκαλον του χωρίου, κατά δευτέραν, εκ γάλακτος, αβγών, τυρού, άρτου
Τα γραζένε...χαρτί τσαι καλαμάρι
(1957)
Εκ της φράσεως: Δώσε μου χαρτί τσαι καλαμάρι για να γράψω
Τα κάμενε...γυαλιά καρφιά
(1957)
Κατήστρεψε πολλά εις τας μέθης
Δάγκωσ' τη γλώσσα σου
(1957)
Κακός οιωνός τα λεγόμενά σου
Διάβασμα θες
(1957)
Είσαι άξιος να σε διαβάση ο ιερεύς
Ημάλλιασ' η γλώσσα μου
(1957)
Να στα λέω
Του ΄βαλε τα γυαλιά
(1957)
Εφάνη ικανώτερος
Τά δώσα το Χριστόνε παραδώσα
(1957)
Τον έγδαρε με το στουρνάρι!
(1953)
Η παρομοιώδης φράσις έχει και μεταφορική σημασία, π. χ. Αν μου πέση στα χέρια μου ο αχάριστος, θα τον γδάρω με το στουνάρι. Εννοεί ότι θα τον πλέον σκληρόν τρόπον!
Η ευφυϊα νικά την ανδρείαν
(1953)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Του Σεπτέμβρη το φεγγάρι εφτά φεγγάρια το προσκυνούνε
(1958)
Δηλαδή όποια καιρική κατάσταση παρουσιάζει αυτό, θα έχουν και τα ακόλουθα επτά φεγγάρια
Αν δόξη τζιαι του Μα τζιαι μιλλοψυχαΐση, τζιαι δίολα τζιαι τρίολα, εν να μπη να τα ποτίση
(1951)
Δίολον = ούτω καλείται το χωράφι το οποίον αροτριούται δύο φοράς
Ο παπάς τα ομπρός του εν εθώρεν τζιαι τα πίσω του ανηγέλουν
(1951)
Ερμηνεία: Για κάποιον οποίος δεν βλέπει τα δικά του και κατηγορεί τους άλλους
Με τα μιλλοσφοντζίσματα κάμνεις πίττες;
(1951)
Λέγεται επί ανεπαρκείας
Κρυφός παπάς κανένας εγ γίνεται
(1951)
Ερμηνεία: Τίποτα δεν μπορεί να μένη στο κρυφό
Βαρ' το στο φτί σου σκολαρίτζιν
(1951)
Αυτό δηλαδή που μου έκανες, να το θυμάσαι και θα μου το πληρώσης
Ο σσιύλλος ξέρει καλωσύνην;
(1951)
Λέγεται για ένα αχάριστον
Στον καταραμένο τόπο τον Μάϊον μήνα βρέχει
(1954)
Γιατί χαλούν τ' αμπέλια και πρέπει να ξαναθειαφίσουν και να ξαναγαλαζώσουν
Το Μάη κρέμασ' η bάbα τον τροβά στην γκορτσά
(1953)
Γκορτσά = αγλιαχλαδιά
Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή μουχτάρ'ς ή παπάς
(1953)
Μουχτάρ'ς = πρόεδρος κοινότητος
Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή dραγάτης ή παπάς
(1953)
Dραγάτης = αγροφύλακας
Παλιός γάτος τρυφερά ποντίκια
(1953)
Για τους γερόντους που θέλουν τρυφερό κοριτσάκι
Τι θ' αφοράσω 'γω, γουρούν' στο σακκί;
(1953)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Παλιό πηγάδι κρύο νερό
(1953)
Λέγεται για την ηλικιωμένη
Όποιος σκάβει τον λάκκο άλλου σκάβει τον δικό του
(1956)
Όποιος θέλει να κάνη κακό στον άλλον, πολλές φορές αυτό το κακό γίνεται στον εαυτό του
Αλλού παπάς κι' αλλού τα ράσα τ'
(1956)
Για άνθρωπο που έχει σκορπισμένα δω και εκεί τα πράγματά του
Σάν τ' αλογού την ουρά
(1956)
Αεικίνητος, ακάθιστος
Από το γουρούνι και μια τρίχα να τραβήξης, κέρδος είναι
(1956)
Από τον κακοπληρωτή και το ελάχιστο να πάρης, κέρδος είναι.
Στάχτη κι άλας να βουτάς και γνώμη να ρωτάς
(1956)
Προτίμησε να πάρης άνδρα φτωχό και καλόγνωμο παρά πλούσιο και ιδιότροπο.
Ψωμί κι αλάτι να τρώς, και γνώμη να γυρεύης
(1956)
Προτιμώτερο να πάρης άνδρα φτωχό και καλόγνωμο, παρά πλούσιο και ανάποδο.
Κανείς και δεν εγέννησε, μόν' ο κοκκινόκωλος
(1956)
Για κείνους που απέκτησαν παιδί και όλο μιλούσαν γι' αυτό
Γέρο σα δεν έχεις, γέρο ν' αγοράζης
(1956)
Ο ηλικωμένος είναι ευλογία μέσα στην οικογένεια
Δεν έχει ενός κοκόρου γνώση
(1956)
Πετεινόμυαλος, άμυαλος και ασυλλόγιστος.
Η αγελάδα μας γέννησε
(1956)
Όταν έλθη ένα κέρδος, από κει που δεν το περιμένουμε
Το γοργόν και χάρη έχει
(1956)
Η αναβολή δεν είναι καλή.
Της γούνας μου μανίκι
(1956)
Ειρωνικά, δεν έχουμε καμμιά συγγένεια.
Ο κινάς κ' η τρεμιντίνα κάνουν την γριά καντίνα
(1956)
Ερμηνεία: Η περιποίηση και τα καλλιντικά εμορφαίνουν και την γριά κάμνουν να φαίνεται νεώτερη και εμορφότερη
Η γυναίκα εφτά φορές τη μέρα, αλλάζει θωριά
(1956)
Της γυναίκας το πρόσωπο πολλές φορές τη μέρα αλλάζει χρώμα και έκφραση
Νέ τον διάβολο να δγής, νε σταυρό να κάνης
(1956)
Ερμηνεία: Καλόν είναι να μην έλθης σε δύσκολη θέση
Του γουρουνιού το μαλλί μετάξι δεν γίνεται
(1956)
Δεν εξευγενίζεται ο χωρίς ανατροφή.
Τον γράφω στα παληά μου τα παππούτσια
(1956)
Ερμηνεία: Δεν τον λαμβάνω υπ' όψιν, δεν τον λογαριάζω
Έβαλ' ο διάβολος, τη νουρά τ'
(1956)
Ερμηνεία: Μπερδεύτηκαν τα πράγματα, ήλθαν δυσκολίες
Ο διάβολος έχ' πολλά ποδάρια
(1956)
Ερμηνεία: Το κακό έρχεται από κει που δεν το περιμένεις, ή ο διάβολος έγινε αιτία και χάλασε η δουλειά
Η οργή του Θεού απο τα κεραμίδια κετεβαίνει
(1956)
Δεν ξέρει κανείς από που του έρχεται το κακό
Βρήκ' ο Σάρος, να δώσ' και τον Καραμάνο
(1956)
Για ένα φτωχό, που τι έχει ο καημένος για να δώση και σε άλλον φτωχό
Στόν άγγελο τ' θυμίαμα δέ δίν'
(1956)
Τόσο φιλάργυρος που σαν πεθάνη ούτε θυμίαμα δίνει στον άγγελο που θα πάρη την ψυχή του
Τα γράμματα του Θεού δε σβούνε καμμιά φορά
(1956)
Τα γράμματα δεν ξεγράφουνται
Κουρσούμι στου διαβόλου το φτί
(1956)
Ερμηνεία: Μην τ' ακούση ο διάβολος και κάνει το κακό
Ήύρε τον διάβολό τ'
(1956)
Ερμηνεία: Τον ήλθαν μεγάλες δυσκολίες
Το κάθε θάμα δέκα μέρες, το πολύ σαράντα μέρες
(1956)
Για παραστράτημα που το σχολιάζουν και το επέκριναν εν όσω ήταν πρόσφατο, αλλά με τον καιρό το λησμονούσαν
Ο γράψ' ο Θεός αβράκωτο, ποτέ βρακί δε κάμνει
(1956)
Σ' ὀποιον η τύχη έγραψε να είναι φτωχός, πάντα φτωχός θα μείνη
Ούτ' ο Θεός το θέλει, ούτε οι διαόλ' το θέλνε
(1956)
Τόσο μεγάλο άδικο που ακόμα και οι διαβόλοι δεν το θέλουν
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου
(1956)
Όταν ένας μ' όλες τις συμβουλές έκαμνε πάλι τα ίδια
Κάθε δέντρο, με τον ίσκιο τ'.
(1956)
Ο καθείς είναι διαφορετικός του άλλου κι' ο καθείς έχει τη χάρη του
Ψωμί θέλ΄ς; Ψωμί θα σε δώσ' ο Θεός
(1956)
Κατά τις επιθυμίες σου σε δίνει ο Θεός
Κόπκαν τα ήπατα μ'
(1956)
Δεν έχω δυνάμεις, είτε από φόβο είτε από κόπο
Ο Ρωμηός άμα πιάση λεφτά στα χέρια του ή σπίτι θα χτίση ή την γυναίκα θα χωρίση
(1958)
Ο Ρωμηός δηλαδή ο Έλλην
Άμα βρέχη τσ' Παπαντής σπείρε τη μάντρα σου κεχρί
(1959)
Ερμηνεία: Δηλαδή προμηνύεται εσοδεία
Σαράντα φάε, σαράτνα πιες σαράντα δωσ' για την ψυχή σ'
(1958)
Στην εορτή των Αγίων Τεσσαράκοντα την λένε
Δούλεψε να φάς και κλέψε νά 'χης
(1956)
Ο φίλεργος δια της εργασίας του ζή, αλλά πλούτον μόνον δια κλοπών αποκτά
Να πης τσσαι του στραβού το δίτσο
(1956)
Δια πράξιν αξιοκατάκριτον υπάρχουν και ελαφρυντικαί περιπτώσεις
Ήκαμε δουλειές με φούντες
(1956)
Ειρωνικώς περί του διαπράξαντος έργον επιζήμιον, ώς να ήτο τι σπουδαίον
Μας κάνει αντικάμαρη
(1956)
Δεν εισέρχεται εις αυτό το δωμάτιον όπου συνομιλούμεν, αλλά παραμένει εις άλλο δωμάτιον της οικίας
Τά δώσα το Χριστόνε παραδώσα
(1956)
Πάντα ωνητά
Το 'χει δίπορτο
(1956)
Έχει ελευθέραν εκλογήν μεταξύ δύο οδών, γνωμών κλπ
Γύρευε τή δουλειά σου
(1956)
Δέν ενδιαφέρομαι
Ηψόφησεν η γάτα, τσαί χορεύγουν τα μποντίτσα
(1956)
Όταν εκλίπη ο επιβάλλων των ευκοσμίαν
Για το χατίρι του γαμπρού τσ' οι πετεινοί γεννούνε
(1956)
Λόγω των περιποιήσεων τας οποίας επιδηκνείουν όλοι οι οικείοι της νύμφης
Ούλα μας ανάποδα τσ' ο γάμος τη Δευτέρα
(1956)
Διότι οι γάμοι, κατά παράδοσιν τοπικών τελούνται την Κυριακήν ή εορτάσιμον ημέρα αλλά ποτέ Τρίτην ή νηστίσιμον ημέραν
Άθρωπο από σπίτι τσαί στύλλ' από μανδρί
(1956)
Η ευγένεια της καταγωγής και η χρηστότης του ήθους εξασφαλίζουν ευτυχή γάμον
Ο παπάς πρώτα τα γένεια του βλοά
(1956)
Ότι έκαστος φροντίζει πρώτον περί των ιδίων συμφερόντων
Εβράδυνεν κ' εσήμερο!
(1959)
Πάει και η σημερινή μέρα και δεν πρόφτασες ή δεν κατάφερες αυτό που μελετούσες. Έχασες την χρονικήν ευκαιρίαν. Έμεινες πίσω.
Άμα 'ν έχεις ακαμάτη, τον προφήτη τι τον θέλεις;
(1957)
Ο τεμπέλης με “προφητείες” (προφάσεις και δικαιολογίες) προσπαθεί να ξεφύγει τη δουλειά. Λέγανε ακόμη: Είναι ένας προφήτης! Δηλαδή
Άμ' ακούς πολλά κεράσα βάστα και μικρό καλάθι
(1957)
Ή “Όπ' ακούς μεγάλο τρύγο βάστα και μικρό καλάθι”. Τις λέγανε και τις δυο παροιμίες στις περιπτώσεις των μεγάλων υποσχέσεων που σπανίως πραγματοποιούνται
Η ακαμάτρα κι' η λωλή έχουν τη μοίρα την καλή
(1957)
Το λέγανε προ πάντων οι γεροντοκόρες κι' οι κακοτυχημένες για παρηγοριά τους
Εγώ τα λέγω κι εγώ τ' ακούγω
(1957)
Να μην αξιώνει ο Θεός τον άνθρωπο να γένεται εχτιγιάτης
(1957)
Εχτιγιάτης=Ιχτιγιάτης, ο εξαρτώμενος, ο έχω ανάγκην· από του τουρκ. ιχτιάτζα=ανάγκη
Άλλος το μακρύ του κι' άλλος το κοντό του
(1957)
Δηλαδή άλλος λέγει το μακρύ του κτλ κι' έτσι δεν μπορεί να γίνει συνεννόηση
Ανεμοματζώματα διαβολοσκορπίσματα
(1957)
Για την παράλογη φθορά “κακής κτηθέντων”