Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11201-11300 από 12472
Άρα, μάρα και κατάρα
(1956)
Ότι θέλει ας γίνει, αφού δεν ακούει
Όποιος δε γαιδουροδένει, γαιδουροκυνηγάει
(1956)
Όποιος δεν κάνει καλά την δουλειά του από την αρχή, ύστερα κοπιάζει για να τη διορθώση
Κάλλιο γαιδουρόδενε, παρά γαιδουρογύρευε
(1956)
Καλλίτερα να φυλάγης τα πράγματά σου, παρά να χάνης και να τρέχης ύστερα να τα βρής
Όπου γάμος και χαρά κι ο Κουτρουλής μάγερας
(1956)
Για κείνους που δεν έλειπαν από τας διασκεδάσεις και τα πανηγύρια
Άφκε γάμο και πήγε για προυνάρι
(1956)
Αφίνει το σπουδαίο για ασήμαντο
Γάιδαρος ξέστρωτος
(1956)
Άνθρωπος αδιάκριτος και χωρίς ανατροφή, ανάγωγος
Στου γαμπρού βουλή δεν έχουν και στης νύφης μαγερεύουν
(1956)
Για κείνους που έχουν τα αβέβαια ως βέβαια. Στου γαμπρού δεν ήξεραν τίποτε και στο σπίτι της νύφης μεγέρευαν φαγιά για το τραπέζι
Όλ' η βδομάδα του γαμπρού κ' η Κυριακή της νύφης
(1956)
Όλη η εβδομάδα που θε να γίνη ο γάμος έλεγαν πως ήταν του γαμπρού και η Κυριακή της νύφης
Φάβα χωρίς κρομμύδι, γάμος χωρίς παιχνίδι
(1956)
Όταν ήθελαν να πούν για ένα τι, που είναι απαραίτητο
Τον έδεσε στη βρακοζώνα τ'
(1956)
Τον κάμνει ό,τι θέλει, τον τραβά από τη μύτη
Τόδεσε καλό κομπόδεμα
(1956)
Τον είπαν κάτι και αυτός το πίστεψε
Έδεσε τον γάϊδαρό του
(1956)
Βόλεψε τις δουλειές του και ησύχασε
Η μάννα μ΄ να κάνη πίττα, άμα νάχ΄ αλεύρι και βούτυρο
(1956)
Τι να κάνει ο ικανός αν του λείπουν τα μέσα
Ο καθένας απ΄ τα χείλια πόχει, φιλεί
(1956)
Ο καθείς κτά τα μέσα που έχει περιποιείται τον άλλον
Με τ΄ αχείλι πόχω, σε φιλώ
(1956)
Ο καθείς κτά τα μέσα που έχει περιποιείται τον άλλον
Έχει το δικό τ΄
(1956)
Είναι ευκατάστατος
Τση παπαντής ζευγώνουν τα πουλιά και ξεζευγώνουνε τα βόδια
(1956)
Ερμηνεία: Δηλαδή τα μεν πουλιά ζευγαρώνουν μόνα τους γιατί έρχετ' η άνοιξη, οι δε γεωργοί που έχουν σεμπρέψει με δυό βόδια στ΄αλέτρι, παίρνει ο καθένας το βόδι του και πάει στη δουλειά του. Η σπορά έχει τελειώσει
Φάε κρεμμύδι και πιάσε τ' άρματα, φάε σκόρδο και ρίξ' τα κάπου
(1956)
Είναι γνωστό ότι το σκόρδο ρίχνει την πίεση
Βάζει τους σκύλλους στην αγγάρια
(1956)
Κάθεται τεμπέλης
Πάρι γ΄ναίκα απού σόι κι σκλί απού κουπάδ΄
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν του πόσον συντελεί η οικογενειακή ανατροφή ή και η επιμεμελημένη μόρφωση από μικράς ηλικίας δια τοην οποίαν πρέπει να καταβάλλεται πάσα προσπάθεια
Ευχή γονιού αγόραζι, κι στου βουνό πιρπάτα
(1952)
Ερμηνεία: Λέγεται ως συμβουλή προς τα τέκνα, ότι δηλ. οφείλουσιν εν πάση περιπτώσει να τιμώσι τους γονείς των, ίνα επιτύχωσι της ευχής και ευλογίας αυτών
Που πάτι, έρμα ; Να ΄ρμάξουμι κι άλλα
(1952)
Ερμηνεία: Λέγεται ως ενδεικτικόν δια την εξ ατέκνου εις άτεκνον περιερχομένων κληρονομίαν ότι δηλ. ουδένα ανθρωπιστικόν σκοπόν εκπλήρος αυτή
Δ'λειά, δ'λειά, μή μόν' μάγ'λα κί κουλιά!
(1952)
Λέγεται κι προτροπή πρός τους αρεσκομένους εις την καθιστικήν ζωήν, ότι δέον να την αποφύγουν ως επιβλαβή από πάσης απόζεως
Ουβριός σα μουφλουζέψ', παλιά τιφτέργι' ανοίγ'
(1952)
Λέγεται εις ενδεικτικόν για τους εμπόρους που όταν ατυχήσουν ευθυμούνται τους οφειλέτας ασημάντων ποσών
Νά 'ταν η ζήλεια ψώρα, θα γιόμουζ' όλ' η χώρα
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν του ότι η ζούλεια δεν είναι κολλητική αρρώστεια, αλλ' έμφυτος
Μπήκιν μέσα ου Δισπότ'ς
(1952)
Λέγεται ειρωνικώς για τις νοικοκυρές, που εξ αμελείας τσικνώνουν το φαγητόν
Ξιπλήρουνι τα δανεικά κι πάλι ξαναζήτα
(1952)
Λέγεται ως συμβουλή για τους ζητούντας δάνειον
Ό,τι δίνεις, παίρνεις
(1952)
Λέγεται ώς ενδεικτικόν του ότι το τίμημα δέον να συμβαδίζη πρός την πραγματικήν αξίαν του αντικειμένου
Α δε σε 'ξαιρα, πουτάνα θάλασσα, θα σε περνούσα κολύμπι
(1956)
Οτι η θάλασσα δεν είναι αξία εμπιστοσύνης
Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μή σού λείπη
(1956)
Επί ματαιοπονούντων
Φωνάζει σάν τον Οβραίο
(1956)
Μεγαλοφώνης κραυγάζει
Τσοίταζε τη δουλειά σου!
(1956)
Μη επεμβαίνης
Την ήκαμε τή δουλειά του
(1956)
Επορίσθη μεγάλα κέρδη
Ηύραμε δουλειά
(1956)
Ειρωνικώς περί του ασχολουμένου είς έργα ανωφελή
Επήρε το δρόμο του
(1956)
Το έργον ευοδούμαι
Ηγλυκάθην η γριά στα σύκα τσ' ούλη μέρα τ' ανεζήτα
(1956)
Ερμηνεία: Μετά δυσκολία κεκτημένη έξις αποβάλλεται
Με το τσέρι τόνε γυρεύγω
(1956)
Απροσδοκήτως ευρίσκω, ότι απόμακρου ανεζήτουν
Ότι γράφει, δεν ξεγράφει
(1956)
Ερμηνεία: Η μοίρα είναι αμετάτρεπτος
Γυρίζει σαν ανεμοδούρα
(1956)
Επί των ευμεταβόλων ανθρώπων
Που το 'βρες γραμμένο;
(1956)
Ερμηνεία: Επί παραλόγου απαιτήσεως
Τρεις στο γύρο
(1956)
Επί των πλαστών λογαριασμόν δια διαχείρισην ξένων χρημάτων
Τ' Άουστου τα βορειάματα, χειμών' αναθυμειούνται
(1957)
Ότι βόρειοι άνεμοι του Αυγούστου υπενθυμίζουν χειμώνα. Εκ ρήματος βορειαίνω. Παραγ. Ουσ. Το βόρειαμα, τροπή εις βορράν
Από το ένα αφτί μπαίνει τσ' από τάλλο βγαίνει
(1957)
Ο λόγος
Απ' το θέρος ώς τοίς ελαιές δεν απολείπουν οι δουλειές
(1957)
Μακρά παρατήρησις των γεωργών
Άλλα των άλλω, μπάρμπα Νικολό
(1957)
Επί ασυναρτήτων λόγων
Θέλει να τώχει η κούτρα του να κατεβάζη ψείρες
(1957)
Πρέπει ως εκ φύσεως να είναι ικανός
Τά 'μά τά μετρητά καί τά σά τ' αμέτρητα
(1956)
Όταν κανείς συγκρίνη τή δική του μικρή περιουσία μέ τού άλλου τά πλούτη, ή όταν παραπονήται ότι οι δικές του πράξεις ελέγχονται ενώ τού άλλου όχι
Στ' Απριλιού τις δεκοχτώ έχε το μάτι σου ανοιχτό
(1958)
Τρικυμίες γίνονται κατά τις 18 τ΄Απρίλη
Ρίχνω πέτρα στην ελιά και συ καταλαβαίνεις πια
(1958)
Τη λένε όταν ένας σου δίδει πόντο σ' ένα ζήτημα για να καταλάβη
Έσμιξε ο Θιός την ώρα την κασσίδα με την ψώρα
(1958)
Κάτι ανόητοι που συμφωνούνε
Το πολύ φαγί σπληνιάζει
(1953)
Τί τα θέλεις τα σκουτιά αφού παιδιά δεν έχεις;
(1955)
Αυτή Λέγεται για ανθρώπους που σκοτώνονται διαφοροτρόπως να επιδείξουν τα παιδιά τους, ενώ στην ουσία δεν έχουν ουδεμίαν αξίαν, τα παιδιά τους
Το δε σε μέλλει μη ρωτάς ποτέ κακό μη πάθης
(1955)
Παρεμφερής προς ταυτήν είναι και η εξής: Στο ξένο μαγειριό αλάτι να μη ρίχνης
Βρύζα, στάρ' ένα παζάρ';
(1953)
Όπως η βρύζα και το σιτάρι δεν έχει μια όμοια τιμή, το ίδιο συμβαίνει κ' για τους ανθρώπους. Κάθε άνθρωπος έχει την αξία του
Η παλιά η κόττα έχει το καλό ζουμί
(1953)
Για τις ηλικιωμένες κάπως γυναίκες
Παλιό πηγάδι κρύο νερό
(1953)
Λέγεται για την ηλικιωμένη
Όπου ακούς πολλά κεράσια, πέρνε και μικρό καλάθι
(1956)
Μη δίνης πίστη στα μεγάλα λόγια
Άλλα των άλλων
(1956)
Ασυναρτησίες, άλλα αντ' άλλων έλεγε
Κοπανιστό αέρα
(1956)
Δεν κάνει τίποτα
Αέρα κουπανάς
(1956)
Ματαιοπονείς
Άλλο 'ναι στ' αντρού τα χέρια κ' άλλο στου γιού
(1956)
Στη γυναίκα, τον άντρα της κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήση, ούτε ακόμα και ο γιός, που οι μητέρες έχουν ιδιαίτερη αγάπη
Μιά στον πατέρα της χαίρεται και μιά στον άντρα της
(1956)
Η γυναίκα δυό φορές στη ζωή της χαίρεται κ' είναι ευτυχισμένη, μια με τους καλούς γονείς της και μια ύστερα με τον καλό της άντρα
Ανακατεύεται σαν τον Οβρηό στο κουμέρκι
(1956)
Για ένα που παντού ανακατεύεται και είναι πανταχού παρών. Οι Εβραίοι πάντοτε κυνηγούσαν να πάρουν φθηνά πράγματα, και στο τελωνείο πάντοτε πήγαιναν
Αντί να τρίζη το αμάξι, τρίζ' ο αμαξάς
(1956)
Αντί να παραπονείται ο αδικούμενος, διαμαρτύρεται ο αδικών
Ανακατωμένος ο ερχόμενος
(1956)
Υπάρχει μεγάλη ακαταστασία
Άναψαν τα σκουτιά τ'
(1956)
Έχει μεγάλες στεναχώριες
Ήτανε η αλεπού βρεμμένη, την χτύπησε και η ζίφα
(1956)
Για ένα αδύνατο που τον βρίσεκει ένα τι και γίνεται αιτία να χειροτερεύση
Βρέχει, βρέχει, και χιονίζει και τα μάρμαρα ποτίζει
(1956)
Όταν έβρεχε το έλεγαν τα παιδιά
Με το βελόνι πηγάδι δε σκάβεται
(1956)
Η κάθε δουλειά θέλει και τα κατάλληλα εργαλεία
Απορία ψάλτου βήξ
(1956)
Γιά ένα πού δέν ξέρει τί να πή καί ξεροκαταπίνει, να καθαρίση δήθεν τόν λαιμό τού για να μιλήση
Ρούπ' και βελονιά
(1956)
Κακοραμμένο και με μεγάλες αριές βελονιές
Σαν το βόδι
(1956)
Χοντροκέφαλος, άνθρωπος άξεστος, χωρίς τρόπους και ανατροφή
Είναι βόδι
(1956)
Άνθρωπος χοντροκέφαλος, δυσνούς, δύσκολα καταλαβαίνει
Δόντια αν δεν είχες, θα βύζανες
(1956)
Είσαι πολύ ανόητος
Απ' όπου τον πιάσεις, βρωμάει
(1956)
Για άνθρωπο πρόστυχο και ελεεινό
Τον έχει γαιδούρι κι άλογο
(1956)
Τον τυραννεί με την πολλή δουλειά
Γάιδαρος χρυσός
(1956)
Χυδαίος και φανταγμένος πλούσιος
Γάιδαρος
(1956)
Άνθρωπος αδιάκριτος και χωρίς ανατροφή, ανάγωγος
Όλ' οι μήνιδοι να μπουμπουνιόνε μόν' ο Μεγάλος όχι
(1956)
Γενάρης=Μεγάλος μήνα
Κότα πίττα τον Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη
(1956)
Κάθε πράμμα στον καιρό του, οι όρνιθες κ' οι πίττες τρώγουνται τον Ιανουάριο και τα παπιά τον Ιούνιο
Θαρρείς είναι στις λόκρες γεννημένοι
(1956)
Για τους κακοαναθρεμμένους που δεν έχουν καλούς τρόπους, ούτε τάξη και νοικοκυροσύνη
Βασιλόπουλο γεννιέται
(1956)
Όταν σε μια συναναστροφή κόβωνται οι ομιλίες. Όπως, όταν γεννηθή το βασιλόπουλο, κάθουνται όλοι σιωπηλοί και περιμένουν. Είναι όλα έτοιμα και σιωπούν
Θεέ μ' πως βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα;
(1956)
Όταν κανείς απορή για ένα τί, πως έγινε;
Άλλη καμμιά δε γέννησε, μόν' η Μαριά τον Γιάννη
(1956)
Για τους ξιπασμένους