Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11001-11100 από 12472
Τη νύφη μας καθοδηγούσαμε, πέντε μύγες έπιανε
(1956)
Συμβουλεύουμε ένα, και αυτός εξακολουθεί τα ίδια χωρίς να δίνη προσοχή στις συμβουλές
Ίσια ο μισέ Τζανής ίσια κι' ο λιομπορδόνης
(1956)
Όταν ένας βάζη τον εαυτό του σε θέση ανώτερη αφ' ό,τι αξίζει
Μάης άβρεχτος μούστος άμετρος
(1958)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κ'τσοί, γκαβοί στουν άγιου Παντιλέμονα
(1952)
Λέγεται για κείνους οι οποίοι τον άπαξ ευεργεντήσαντα αυτούς εξακολουθούν να παρενοχλούν αδιακόπως με διαφόρους απαιτήσεις
Αν δε βρέξ', θα στάξ'
(1952)
Λέγεται για κείνους οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι εκ των επιχειρήσεων των, αν δεν ωφεληθούν ως αυτοί ήλπίζον, δεν θα ζημιώσουν όμως και τελείως
Πόδια μακρυά λίγα τα μυαλά
(1956)
Η ως άνω παροιμία έχει προέλθει από την πολύ συνήθως Αλβανικήν τοιαύτην: Τσλι κα κμπτ εγκλιάτ μένττ εκάτ' επάκ”, ήτις κατά λέξιν ερμηνεύεται ως εξής: “Όποιος έχει τα πόδια μακρυά τα μυαλά τα έχει λίγα”, και εννοείται δι' ...
Μας πάτησε πόδι
(1956)
Ήτοι μας επεβλήθη, με το “έτσι θέλω” του πέρασε κατ' άλλην έκφρασιν
Με τρετάρανε στο πόδι
(1956)
Ήτοι ορθόν, δεν εκάθησα χάμου καθόλου
Μια πατησιά του γέρικου βωδιού, αξίζει εκατό μοσχάρια
(1954)
Ερμηνεία: Δι' αυτής δηλούται η διαφορά ως προς την πείραν και την γνώσιν που υπάρχει μεταξύ νέου και γέροντος
Έσσιεις γείτοναν, έσσιεις Θεόν
(1954)
Ερμηνεία: Δεικνύει την σχέσιν και δύναμιν την οποίαν έχει ο γείτων
Όποιος γυρίζει μυρίζει κι ΄όποιος κάθεται βρωμάει
(1954)
Η παροιμία επαινεί την εργατικότητα, όπως δε το ρέον ύδωρ είναι διαυγές κρυστάλλινον και ηδύγευστον εν αντιθέσει πεος τα λιμνάζοντα στάσιμα ύδατα, ούτω και ο εργαζόμενος τρόπον τινά ευοσμεί ενώ ο καθήμενος δυσοσμεί
Γαρύφαλλα θέλεις για νάρθης
(1953)
Λέγεται σ' όποιον τον παρακαλούν και αρνείται να έρθη κάπου. Το κάλεσμα με γαρύφαλλα συνηθίζεται στον αρραβώνα όπου η νύφη καλάει τους συγγενείς της
Θέλει κι ο μούτσος κι η χελώνα κοινωνιά
(1954)
Επί αξιώσεις αναξίων
Αργεί ο Θεός μα δεν λησμονεί
(1953)
Που γυρίζει, μυρίζει, και που κάθεται βρωμίζει
(1950)
Ερμηνεία: Για τους εργατικούς και οκνηρούς
Ό,τι πάρ' η νύφ' στον παστό
(1950)
Όσο γκαιρό θερίζαμε Μανώλη, κυρ Μανώλη, τώρα που ΄ποθερίσαμε που δε ΄δα ΄γω Μανώλη
(1958)
Λέγεται διά τους επιλήσμονας της φιλίας
Αν ήκουεν ο Θεός τωγ κοράκων θάτον ούλος ο κόσμος πεθαμμένος
(1958)
Ήτοι ο Θεός υποστηρίζει την δικαιοσύνην
Ολλοίς του που δεν έχει νύχια να ξυστή
(1958)
Ήτοι δυστυχής όποιος δεν έχει ιδικάς του ικανότητας ή δυνάμεις αλλά περιμένει από άλλους
Είναι να τόχη η κούκλα σου να κατεβάζη ψείρες
(1958)
Διά να δείξη τυν δύναμιν της φύσεως
Αvdί γϊάδι 'λιμέζει τα
(1951)
Σαν αγελάδα τον αρμέγει
Όταν βρη κανείς τ' αμάξι, κουράζονται τα πόδια
(1956)
Πάντα κανείς προτιμά το ακοπώτερο
Άναψαν οι ποδιές του
(1956)
Για κείνον που του ήλθαν ξαφνικές μεγάλες στεναχώριες
πήραν τ' ανάπλαδα
(1956)
Σκορπίσθηκαν και τρέχουν
Άνοιξε το κλαρί τ'
(1956)
Ξ' άνοιξε, πήρε θάρρρος
Τα δύο σαμανικά σ' α μασκάλη τζο χωρούνε
(1951)
Τα δυό χειμωνικά( καρπούζια) σε μια μασχάλη δε χωράνε
Σ' αν bαπούτσι δυό ποράδε τζο χωρούνε
(1951)
Σ' ένα παπούτσι δυό ποδάρια δε χωρούνε
Του γυρίζω τήν πλάτη
(1950)
Άνθρωπον που αποστρεφόμεθα, δεν θέλομεν και να τον ίδωμεν κατά πρόσωπον. Άρα του γυρίζουμε τήν πλάτη ή τοίς πλάτες ή τή ράχη εις δήλωσιν περιφρονήσεως. Η φράσις λέγεται και πρός δήλωσιν αθετήσεως δοθείσης υποσχέσεως
Με το πρώτο
(1950)
Επειδή πολλάκις συνεννοούμεθα με νεύματα, ο έξυπνος με το πρώτον νεύμα αντιλαμβάνεται την σκέψιν του άλλου. Λοιπόν κατά παράλειψιν του γνέψιμο προέκυψεν η επιρρηματική φράσις με το πρώτο = ευθύς, αμέσως, οίον καταλαβαίνει ...
Τά κάνουν πλακάκια
(1950)
Η φράσις κατά μεταφοράν εκ τών παιφνιοχάρτων επί ανθρώπων ωφελουμένων παρανόμως διά σφετερισμού από κοινής συμφωνίας ξένης παρουσίας
Τον παίρνει το σχέδιο
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πυκνοφύτευτο φουντάνι φυό και κρύο δεν το πιάνει
(1952)
Φουντάνι (τουρκική) φιντάνι, νέο φυτό
Άλλη μην την πης δουλειά, όξα κείνη του σκαφτιά
(1952)
Σκαφτιάς = ο γεωργός
Μάθεμέ σε, πέρασε με
(1952)
Συχνα ο μαθητής ξεπερναει το δάσκαλο
Δε μ' άφησε σάλιο στο στόμα
(1957)
Με κατέστησε πάμπτωχον
Δεν έει σάλιο στο στόμα
(1957)
Απεγυμνώθη της περιουσίας του
Σε πουλεί τσαί σ' αγοράζει
(1957)
Επιτηδειότατος
Είναι για τα σίδερα
(1957)
Παράφρων
Σάλια τσαί μύξες
(1957)
Μωρολογιές
Είν' αλάργα το σκοτάδι; Κλεισ' τα μάτια να το ίδης!
(1953)
Ήτοι το καλό αργεί να γίνη, ενώ το κακό αμέσως γίνεται
Σκύλος κούντουρος δεν είναι έξω
(1953)
Όταν ο δρομος είναι έρημος από το κρύο
Πέρασε και δεν ακούμ(π)'σε
(1953)
Δηλαδή πέρασε και δεν άγγιξε
Η παντρειά (ή η προξενειά) και το τσουκάλι θέλει ανέγκαση μεγάλη
(1957)
Ανέγκαση = Προσπάθεια εξαιρετική
Η πάστρα είναι μισή αρχοντιά
(1957)
Αρχοντιά βέβαια εδώ έχει την έννοια της αριστοκρατικής εμφανίσεως
Ήτανε πετριά
(1957)
Λόγος με επιβαρυντικά υπονοούμενα
Δεν είναι παστρικό τσανακι
(1957)
Το πρόσωπο είναι σπαθί
(1957)
Ότι σπέρνεις θα θερίσεις
(1956)
Πιάστηκε στα πράσσα
(1956)
Πέρ'σι κάηκι, φέτου μύρ'σι
(1956)
Είναι μακρυά το σκοτάδι; ... κλείσ' τα μάτια να το ίδης
(1953)
Λέγεται επ' εκείνων οίτινες ισχυρίζονται άγνοιαν και αμφιβάλλουν δια τινα πράξιν, ενώ αυτή είναι οφθαλμοφανής, σαφής και ευεξήγητος
Προς ώρας επαντρεύτηκα και γέρασα με ταύτη
(1953)
Λέγεται επ' εκείνων, οι οποίοι προμηθεύονται εν είδος, δήθεν ως προσωρινόν, και δεν προσεχουν δια την ποιότητά του, ενώ πρόκειται να έχουν τουτο δια πολύν καιρόν
Κάλλια να κλάψη το παιδί, τι πέρ' η μάννα
(1953)
Είναι προτιμότερον να περιορίζωμεν το κακόν, έστω και δι' οδυνηρών μέσων παρά να αφίνωμεν να επέρχεται με αληθείς καταστροφάς//Πέρ' = Παρά
Κάθε πέρ'σι και καλύτερα, κάθε φέτο και χειρότερα
(1953)
Ο άνθρωπος μεγαλοποιεί πάντοτε το παρελθόν
Από πορδή σ' αγγόνι, γειά σου ξάδερφε
(1953)
Μερικοί θεωρούνται και λέγονται συγγενείς, ενώ η συγγενική των σχέσις είναι πολύ απομεμακρυσμένη
Έχ' το συλί Τετράδη!
(1953)
Λέγεται περί εκείνου, ο οποίος δια το υλικόν κέρδος ουδενα ηθικόν νόμον λαμβάνει υπ' όψιν
Μπίτσ' σι ου γάμους κι η χαρά, μάσ' τα χλιάρια, πιθιρά!
(1952)
Λέγεται ως προτροπή προς επάνοδον εις την τάξιν μετά πάροδον εκτάκτου τινος συμβάντος
Η γριά δεν είχιν δαίμοναν, κι αγόρασιν του γ'ρούν
(1952)
Λέγεται για κείνους που ενώ ζουν εν ανέσει, τρέχουν εις αναζήτησιν στενοχώριας.
Ή δείρ' του τ' αρχοντόπ'λου, ή μην του παταρίηζς
(1952)
Λέγεται ως προτροπή προς τους επιχειρούντας κάτι, ή να το αποτελειώσουν ή να μη κάμουν αρχήν
Είχαμι βαριά τη γριά, φάσκιουσιν κι ου γέροντας
(1952)
Λέγεται όταν σε μια σοβαρά στενοχωρία προστίθεται και άλλη
Του βιό παdρεύ του στ'χειό
(1952)
Λέγεται, προκειμένου περί αναρμόστων συνοικεσίων είς τα οποία κυριαρχεί ουχί το ερωτικόν αίσθημα, αλλά το υλικόν κέρδος
Νε η γάτα, νε η ζημιά τς!
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν δι εκείνους, που κατορθώνουν μεθ' εκάστων πράξιν να θέτουν τα πράγματα στην θέσιν των
Κάθι θάμα για τρείς μέρις
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν του ότι και η χαρά και η λύπη εν τω κόσμω τούτω είναι εφήμεροι
Του γινάτ' βγάζ' του μάτ'
(1952)
Λέγεται για κείνους, εις τους οποίους ο βίαιος χαρτακτήρ γίνεται πρόξενος μεγαλυτέρων κακών
Μπρουστά γκριμνός, κί πίσου ρέμα
(1952)
Λέγεται γιά τούς ευρισκομένους πρό αδιεξόδου
Τά κακά μας παραθύρια τα δουκάτα μας τα φράζουν
(1956)
Διά του χρήματος συγκαλύωνται αισχρουργήματα
Σήκω συ, να κάτσω 'γώ!
(1956)
Επί των έχοντων μεγάλος αξιώσεις
Στου διαόλου τον κώλο!
(1956)
Αρά
Τσάπου ά σηκώσουν ά θάλι, βgαίνας πό 'πουκάτου
(1951)
Όπου θα σηκώσουν μια πέτρα, βγαίνει από κάτου. Σ' εκείνους που ανακατώνονται σ' όλες τις ξένες δουλειές. Ποντ. Δ. Π. αρ. 275, Όποιον λιθάρ' σ' κώτς αν' ατός αφκά ευριέται
Σ' τον νόμο θάλι 'ξείλτ'σε;
(1951)
Από κλαδί λιθάρι έπεσε; Το έλεγαν ειρωνικά σε κείνους που ανησυχούσαν γι ατειποτένια. Έλεγαν και 'ς ουρανό θαλί κρεμίστη; - Λεβ. 154
Άι Βαρβαρα βαρβαρών', άι Σάββας σαβανών' κι' άι Νικόλας παραχών'
(1956)
Ήθελαν να πούν ότι από τότε άρχιζε να δυναμώνει ο χειμώνας
Ηύρε τ' αμάξι, κουράζονται τα πόδια
(1956)
Πηγαίει κανείς ευχαρίστως πεζή όταν ξεύρη ότι δεν υπάρχει μέσον συγκοινωνίας, αλλ' όταν το βρη θα το προτιμήση
Αντί να τρίζη τ' αξόνι τρίζει το τρεχούλι
(1956)
Αντί να διαμαρτύρεται εκείνος που πρέπει, φωνάζει και διαμαρτύρεται άλλος
Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα
(1956)
Πόσες φορές γιά παραστρατήματα των γονέων υποφέρουν τα καημένα τα παιδιά!
Σαν τον άμμο της θάλασσας
(1956)
Ατελείωτα και άσωστα
Χορεύει τ' άλογό τ'
(1956)
Περνά ο λόγος του
Αμίλητος σαν ψάρι
(1956)
Άνθρωπος αμίλητος