Αναζήτηση
Αποτελέσματα 10901-11000 από 12472
Νύφη στολισμένη και τραπέζι στρωμένο, δεν έχουνε καρτεροσύνη
(1952)
Καρτεροσύνη = υπομονή να περιμένουμε
Καλή του ώρα που μ' έβριζε, κακή του που μου το 'λεγε
(1952)
Γιατί όποιος το μαρτυρήση, κάνει μεγαλύτερο κακό
Μοναχός μήτε στον παράδεισο
(1956)
Όπου και αν είσαι, και στον παράδεισο ακόμη, χωρίς συντροφιά δεν αξίζει
Κάλλιο Θεού οργή παρά κοσμοβοή
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Όποιος έχει κόψιμο, βάνει βήσσαλο
(1952)
Βήσσαλο (λατινική) = σπασμένο κεραμίδι, που το πυρώνουν και το βάνουν πάνω στο στομάχι
Κάλλιο να ξέρης, παρά να 'χης
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Το ξύλο βγήκ' απ' τον Παράδεισο
(1956)
Το έλεγαν οι γονείς ή οι δάσκαλοι, όταν ατακτούσαν τα παιδιά και τα ξύλιζαν
Αν δε μοιάζαμε, δε συμπεθεριάζαμε
(1956)
Ερμηνεία: Αν δεν συμφωνούσαμε, δε θα γινόμεθα και συμπεθέροι
Από ένα ξύλο, σταυρός και ζυγός
(1956)
Από το ίδιο πράγμα μπορεί να γίνη το καλύτερο και το κοινότερο
Ας πιη ξίδι, να ξεκακιώση
(1956)
Όταν ένας θύμωνε με κάποιον και αυτός δε σκοτίζουνταν για το θυμό του
Κάλλιο να ξέρ'ς, παρά νάχ'ς
(1956)
Οι γνώσεις είναι προτιμότερες από τα χρήματα
Ηύρες φαγί, φάγε, ηύρες ξύλο, φύγε
(1956)
Φρόντιζε να επωφελείσαι των περιστάσεων
Ξυπασμός, μωρέ Μανώλη
(1956)
Για ένα που ήξευρε αυτό που έλεγαν και υποκρίνονταν άγνοια
Δεν έχει νύχια να ξυστή
(1956)
Είναι οικονομικώς στενοχωρημένος
Η μά σου 'ένντσε σε σ' αν bαού ημέρα
(1951)
Η μάνα σου σε γέννησε σε μιά λαμπρή μέρα
Εννήθης σο χαμό
(1951)
Γεννήθηκες στο χαμό. Εγεννήθης χάση φεγγαριού. Είσαι χαμένος άθρωπος. Τόλεγαν κι ερωτηματικά: Σο χαμό εννήθης; Για το χαρακτήρα του ανθρώπου έχει σημασία, λένε, η μέρα που γεννήθηκε
Ανdι ΄ναίακ μη π΄ουστϊές σα τρυπία
(1951)
Σα γυναίκα μην κρύβεσαι στις τρύπες. Οι γυναίκες κρύβονταν όταν περνούσε ένας άντρας
Σαμού 'ηρανέσκει α ντομάτ' τ' αχίλιν dου λείφτει
(1951)
Όταν γερνάει ένας άνθρωπος ο νους του γίνεται λειψός
Το μασαίρι έφτασε σο γουργούρι
(1951)
Γουργούρι=λαιμός. Το μαχαίρι έφτασε στο λαιμό.
Έμωσες την τζοιλία μου αίϊμα
(1951)
Γέμισες την κοιλιά μου αίμα. Με θύμωσεσ, μ' έκανες άνω κάτω
Βgαλίνει 'ς το δισώμι μου ζυγώρι
(1951)
Βγάζει από τον ώμο μου λουρί. Για κείνον που μας εκμεταλλεύεται άγρια
The granary will burn, but the mice will not fare well either
(1959)
Ο σιτοβολώνας θα καή, αλλά οι ποντικοί δεν θα μας αποχαιρετήσουν
Του 'ρθε η απανταχούσα
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Άλτσεν dο στσυλλί; Χίτσαν τσιπ τα στσυλλία 'πιτσεί
(1951)
Γάβγισε το σκυλί; Τρέξανε όλα τα σκυλιά από κει
Τζας α παγώσει το σίδερο, 'στέρου βράστην τζο πιένει
(1951)
Ίδια με την προηγούμνεη, σε αρνητική μορφή
Σαμού θωρείς α σεμαδεμένο νομάτ', φύε μακρά
(1951)
Όταν βλέπεις σημαδεμένο άνθρωπο, φύγε μακριά
Να σε δώσω την gούφα μου
(1951)
Να σου δώσω την σκούφια μου
Ο ήλιος θρέφει τα παιδιά, κι ' ο ήσκιος τα κορίτσια
(1952)
Παλιότερα τα κορίτσια δεν τ' άφηναν να γυρίζουν έξω
Μέσα Παναγία, μέσα Παναγία. Έξω Παναγία, έξω Παναγία
(1956)
Για τους αχαρίστους, που όταν έχουν αναγκη, σε παρακαλούν και σε καλοπιάνουν μόλις όμως τους κάνεις τη δουλειά τους, αχαριστουν και ούτε γυρίζουν να σε δουν
Έμαθα να βελονιάζω και γελώ τον μάστορή μου
(1956)
Για ένα που μόλις έμαθε κάτι, φαντάζεται πως έγινε καλλίτερος από τον δάσκαλό του
Παρηγοριά στον άρρωστο, ως που να βγη η ψυχή του
(1956)
Για τις ανώφελες παρηγοριές που δίνουν στις δύσκολες περιστάσεις
Το παιδί έφαγ' ένα βόδι
(1956)
Βόδι δεν είναι το παιδί, βόδι είναι αυτός που τόδωσε
Όσα παιδιά, τόσα καρφιά
(1956)
Όταν οι γονείς δυσκολεύονταν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους ή τους πίκραιναν, και τότε ποτίζουνταν από παράπονο
Παιδί και το σκυλί, από μικρό
(1956)
Από μικρό να μάθης, το παιδί πως να συμπεριφέρεται, ως και το σκυλί πως να κυνηγά
Το παλιό φυλάγει το καινούργιο
(1956)
Φορώντας το παλιό, διατηρείς το καινούργιο
Παιδί και παίδευση
(1956)
Έχουν κόπους και έννοιες οι γονείς για να μεγαλώσουν τα παιδιά
Του σχοινιού και του παλουκιού
(1956)
Άνθρωπος κακός, για κρέμασμα και παλούκωμα
Μιά φορά σπάν' η λαγήνα
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πολύ τ' απόλ'κε το σχοινί
(1956)
Του έδωσε πολλήν ελευθερία
Το σερμιάν εφόρτωσεν την κάτα
(1959)
Λέγεται δι' εμπορευμένους, οίτινες πωλούν εις το τέλος φθηνα, και το κεφαλαίον των απομένει ελάχιστον, ώστε να το φορτώνουν μόλις εις την ράχην μιας γάτας
Αν δε σκοτώσ' ο ἀγιος Θεός, τι θε να πάρ' ο Χάρος
(1956)
Όλα γίνονται με το θέλημα του Θεού
Το νερό κοιμάται, ο εχθρός δεν κοιμάται
(1956)
Ερμηνεία: Ο εχθρός άγρυπνος περιμένει ευκαιρία για να κάνη το κακό
Δεν έχω ήπατα
(1956)
Παρακουράσθηκα, δεν έχω δυνάμεις
Με το ρώτημα βρέθην η Πόλη
(1957)
Ήτοι ερευνώντας ευρίσκει τις την αλήθειαν
Γίν' κι σαν τ' παπά του γ'ρούνι!
(1955)
Γίν'κι = έγινε
Αμάμεσα δυο Παναγιές μικρό καλοκαιράκι
(1953)
Εις τα ορεινα μέρη ο καύσων είναι ενίοτε υπερβολικός και από 15 Αυγούστου μέχρι 8ης Σεπτεμβρίου
Σκ'λί που γαβγίζ' δε δαγκών'
(1957)
Υπάρχουν άνθρωποι, που λένε πολλά, χωρίς να κάνουν τίποτε
Ου σκύλους φίλουν δεν πιάν'
(1957)
Οι κακοί δεν αποκτουν φίλους
Το βραδινό σου τ' όργο σην εβίτσα μη τ' αφήν'
(1951)
Ερμηνεία: Τη βραδινή σου δουλειά στην αυγή μην την αφήνεις. Πόντ. Α. Π. αρ. 1696: Τ' οσημερ' νόν τη δουλείαν 'ς σο πουρνά μη αφήντς
Είναι για το διάολο πεστσέσι
(1956)
Επί ανθρώπου ή πράγματος καταλλήλου να δοθή ως δώρον εις τον διάβολον
Ο διάολος έει πολλά ποδάρια
(1956)
Δυνατόν να επέλθουν απρόοπτα κακά συνεργία του διαβόλου
Έει το διάολο μέσα του
(1956)
Επί ανθρώπου δυστρόπου
Έλα, πάππου μου, να σου δείξω τα γονικά σου
(1957)
Τα γονικά=η οικογένεια
θα τα βγάλη έξε τσ' ένα
(1957)
το ρήμα βγάζω= συνάγω εκ λογιστικής πράξεως
Ζυάζ' από τοις αλαφρειές
(1957)
Επί κουφύνων
Πα' η γλώσσα της ψαλίδι
(1957)
Είναι φλύαρος
Του 'δωτσε στ' αφτιά
(1957)
Σκληρά τον ετιμώρησε
Η πείνα μάτια δεν έχει
(1959)
Εκείνος που πειναει δε λογαριάζει κανέναν
Σαν γεράση ο διάβολος γίνεται δεσπότης
(1954)
Ενδεικτική της εκτιμήσεως ην, ως επί το πολύ, οι ανώτατοι αξιωματούχοι του κλήρου, δια την αναξίαν διαγωγήν των, απαλαμβάνουν παρά τω λαώ
Άμα θα γυρίσουν οι γύφτ΄ απού το θέρο
(1953)
Ο γύφτος δεν θερίζει ποτέ· Λέγεται λοιπόν για κάτι που δεν πρόκειται να γίνη
Τσάκ'σες πουά καρύδε
(1951)
Τσάκισες πολλά καρύδια
Βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)
Τα βγάζει σε κεφάλι
Έσπασα το μυαλό μ'
(1956)
Εδυσκολεύθην να διευκρινίσω κάτι
Άλλος τόχει και το κατουρεί κι' άλλος δεν τόχει και το λαχταρεί
(1956)
Όταν ένας έχη ένα καλό και δεν το εκτιμά και άλλος το επιθυμεί και δεν το έχει
Άλλους μείς, άλλοι μάς κι' άλλοι τα συμπεθεριά μας
(1956)
Όλο θά εύρη κανείς ψεγάδι γιά τον άλλον, ο κόσμος συνήθως αλληλοκρίνεται
Ένα χρόνο κ' ένα μήνα έκαμ' ένα αδράχτι νήμα
(1956)
Για την τεμπέλα
Τον τραβάει το αίμα
(1956)
Έλεγαν ότι όταν κανείς σκότωνε, το αίμα του σκοτωμένου τον τραβούσε προς το μέρος του φόνου, εκεί τρωγυρνούσε και τον έπιαναν
Όποιος ντρέπεται και δε μιλεί, τρώγ' μόνε πιπερίτσα
(1956)
Αδικιέται όποιος δεν ζητεί το δίκιο τ'
Φασούλι, φασούλι γεμίζει το σακκούλι
(1956)
Αν απο λίγο οικονομάς, σιγά σιγά θα γίνη πολύ
Και τα ρούχα του γελούν
(1956)
Είναι κατευχαριστημένος που φαίνεται ότι και τα ρούχα του ακόμη γελούν
Να δαγκάσης τη γλώσσα σ'
(1956)
Μη κακομελετάς
Σα γάτα
(1956)
Τεμπέλης και κόλαξ
Όπ' λαλούν πολλοί πετεινοί, αργεί να ξημερώσει
(1954)
Εις διευθυντής
Τον από πουγιούρτσαν dα, πουγιούρτσε πάλι ατσείνος το βράδιν dου
(1951)
Πουγιουρντώ = διατάζω
Του Ρωμού ο νούς έρτσεται 'στέρου
(1951)
Του Ρωμιού ο νους έρχετ' έπειτα
Τζο γρέφ' το σεχρέ σου;
(1951)
Σεφρές = πρόσωπο
Το ραβdί έβgη 'ς τον Τζεννατ'η
(1951)
Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο
Ράσην τζο 'σει
(1951)
Δεν έχει πλάτες
Πέθανε να σ' αγαπώ και ζε να σ' έχω μάχη
(1956)
Για κείνους που τους δικούς τους εν όσω ζούσαν τους καταφρονούσαν και σαν πέθνησκαν τους έκλαιγαν
Ποντικός να πέσ', θα σπάση τη μούρη τ'
(1956)
Τη μούρη τ' ή τη μύτη τ'
Το πολύ το Κύρ' ελέησον, το βαριέται κι' ο παπάς
(1956)
Όταν κανείς λέγη ή κάνη όλο τα ίδια τα ίδια, τα βαριέται
Ο αγελάρ'ς ηύρε πολύ βούτυρο, άλειψε και τη σόπα τ'
(1956)
Σπάταλος
Σε γερό σανίδι πάτησε
(1956)
Επέτυχε
Ο γέρος όπου πέθανε, στην ποταμιά θερίζει
(1956)
Για διάδοση ψεύτικη
Του πουλιού το γάλα
(1956)
Για ένα που έχει απ' όλα στο σπίτι και δεν του λείπει τίποτα
Σε τιναζω την προβειά
(1956)
Ερμηνεία: Επί απειλής, σε διορθώνω
Θέλησε κι ο Ουβριός να καβαλλικέψ' κι βρέθ' κι Σαββάτου!
(1953)
Ουβριός = Εβραίος
Έν' ασλάνη νοματού έργο
(1951)
Είναι ανθρώπου λέοντα δουλειά, ερμηνεία: Τόλεγαν με θαυμασμό για τις σπουδαίες δουλειές, που χρειάστηκαν τέχνη και δύναμη
Ποπόξου 'ς το χορό χορεύω τσαί γώ
(1951)
Ερμηνεία: Απ' έξω απ' το χορό χορεύω κι εγώ