Αναζήτηση
Αποτελέσματα 10801-10900 από 12472
Με πορδές τ' αυγά δε βάφουνε
(1959)
Ο ψευτόκοπος ψευτοδουλειά θα κάμη. Δεν μπορείς να δημιουργήσης με την ψευτοδουλειά σου
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά
(1959)
Ο κάθε άνθρωπος δεν παίρνει αξία με τη στολή
Του τη δώκανε την πατσαβούρα
(1959)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Φασούλιν – φασούλιν γεμώνει το σακκούλλιν
(1953)
Όλα επιτυγχάνονται με την υπομονήν
Ημείς ψωμί δεν είχαμι, τα σκυλιά μας πιτιρόπιττες
(1955)
Πιτιρόπιττα = καλή πίττα που γίνεται με φύλλα πολλά κι ανάμεσα αυγά, τυρί
Το Μάρτη βάλ' αργάτες κι' ασ' τους να ψυλλίζωνται
(1952)
Ερμηνεία: Του Μάρτη οι μέρες είναι τόσο μεγάλες, που οι εργάτες όσο και να 'ναι τεμπέληδες, θα δουλέψουν
Χαράς το το κακό, που θα 'ρτη μοναχό του.
(1952)
Γιατί συνήθως ακολουθούνε κι άλλα
Φασούλι – φασούλι γιμώνει (γεμίζει) το σακκούλι
(1958)
Όταν με το λίγο σταθερό κέρδος αποταμιεύονται οικονομίες
Ο καυγάς ήταν για το πάπλωμα
(1956)
Σχετικόν προς αυτήν ανέκδοτο, βλ. εις την αυτή του χειρ/φου σελ.
Σαρανταπέντε Γιάννηδες ονούς κοκούρου γνώσι
(1958)
Ονούς = ενός
Τα παλιά όταν μπαλώνης, άδικα το ράμμα χάνεις
(1956)
Όταν πολύ λυωμένα ρούχα διορθώνης, εκτός από τον κόπο χάνεις και τις κλωστές
Με κουβανητό νερό, μύλος δε γυρνά
(1956)
Όσο και να σε βοηθήσουν οι ξένοι, αν συ δεν εργάζεσαι δε μπορείς να εξοικονομήσης τις ανάγκες της οικογένειάς σου
Όσο μπόϊ τον λείπει, τόσο προκομμένος είναι
(1956)
Μικρός το δέμας, αλλά μαχητής
Σαν να τρώνε του μπαμπά τ' το βιο
(1956)
Κατεβάζει μούτρα σαν να αδικείται
Καθένας με το μπαϊράκι τ'
(1956)
Ερμηνεία: Καθείς έχει τις ιδιοτροπίες και τις παραξενιές του
Είναι μπαξές
(1956)
Εύθυμος, δίνει ζωή στη συναναστροφή
Πιάνει μύγες
(1956)
Άεργος, τεμπέλης
Ο νους του πουλιού στο κεχρί
(1955)
Όποιος αγοράζει τ' αχρείαστα, πουλεί τα χρειαζούμενα
(1956)
Να μην αγοράζη κανείς τα περιττά, δεν θα έχη για τα αναγκαία
Όλα τ' αβγά, μη σ' ένα καλάθι
(1956)
Μη διακυβεύεις τα κεφάλαιά σου σε μια μόνον δουλειά,σε μια επιχείρηση
Με τ' αβγά μανταλωμένα
(1956)
Κλεισμένα πρόχειρα, όχι καλά.
Γιατί κάλεσαν τον γάιδαρο στο γάμο; Για για ξύλα, για για νερό
(1956)
Όταν ένα προσκαλούσαν στο γάμο, όχι για να τον τιμήσουν αλλά για να τον βάλουν να κάνη δουλειές
Το βιό παντρεύει κούτσουρα κι' αφίνει μαυρομάτες
(1956)
Με τα χρήματα παντρεύουνται οι ανιπρόκοπες και άσχημες, και κείνες πού δεν έχουν μένουν, άς είναι έμορφες και προκομμένες
Απ' το ρόδο βγαίν'αγκάθι, κι΄απ' τ' αγκάθι ρόδο
(1956)
Πολλές φορές από καλούς γονείς βγαίνουν κακά παιδιά ως και από κακούς καλά
Γαμπρός γιός δε γίνεται και νύφη θυγατέρα
(1956)
Να μη νομίζουν ο πεθερός κ' η πεθερά ότι ο γαμπρός γίνεται γιός κ' η νύφη κόρη, όσο καλοί και αν είναι
Το καλό τ' αρνί βυζαίνει πο δυο μάννες
(1956)
Ο καλόβολος άνθρωπος επωφελείται από πολλούς
Μον' βουνό με βουνό δε σμίγ'
(1956)
Ερμηνεία: Το έλεγαν όταν ένας συναντούσε άλλον που ήτανε πολύ μακριά
Ο βιός μου, στή βιά μ'
(1956)
Θυσιάζω την περιουσία μου όταν βρεθώ σε μεγάλη ανάγκη
Γάιδαρος ξεσαμάρωτος
(1956)
Άνθρωπος αδιάκριτος και χωρίς ανατροφή, ανάγωγος
Ηύρε τον μάστορή τ'
(1956)
Ηύρε τον ανώτερο τ' και οι πονηριές του δε περνούν
Καλόμαθ' η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τα γυρεύει
(1956)
Ερμηνεία: Κάμνεις καλό σ' ένα, ή τον δίνεις κάτι, και αυτός το θέλει κάθε μέρα
Στον άλλο κόσμο, θα τον ταΐζνε γρόσια
(1956)
Για τους φιλάργυρους που δεν βοηθούν τους φτωχούς
Στον πόλεμο, σπαθί δε δανείζεται
(1956)
Ένα τι που σε χρειάζεται, μη το δανείσης
Τι γυρίζεις σαν το σφοντύλι
(1956)
Δεν κατακάθεσαι κι όλα τρωγυρνάς
Γυρίζει σαν τον σβούρο
(1956)
Όλο τρωγυρνά και δεν κάθεται
Φυσάει τον παρά
(1950)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Α σμίξουν τα Δεματορά με το καημένο Ρίφι τότενες θα συγκάμουνε η πεθερά κ' η νύφη
(1952)
Δεματορά και Ρίφι, δυο χωριά στην Παλική (Ανωγή), που χωρίζονται μεταξύ τους με μια ράχη. Συγκάνω = συμφωνώ, ταιριάζω
Το μάθημα 'ναι μάθημα, και το πορδιό συνήθειο
(1952)
Οι καλοί τρόποι μαθαίνονται στο σπίτι
Αξαίνουν τα παιδάκια μου, κι' αξαίνουν τα φαρμάκια μου
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Τη bοdισμένη χρονιά το Μάη τη νύχτα βρέχει
(1957)
Επειδή τη νύχτα δεν στεγνώνει η βροχή, κι είναι καταστροφή
Παπουτσής ξυπόλητος, ράφτης ξεγυμνωμένος
(1956)
Ερμηνεία: Κάμνοντας ο παπουτσής παπουτσια στον κόσμο και ο ράφτης ρούχα, δεν τους μένει καιρός να ντυθούν οι ίδιοι
Στους μύλους λεν τα παραμύθια
(1956)
Ερμηνεία: Αυτά που με λες είναι λόγια του αέρος είναι σαν τα παραμύθια που λένε στους μύλους, για να περναη η ώρα ως που ν' αλεσθή το στάρι
Παραμύθι μύθαρος κ΄η κοιλιά του πίθαρος
(1956)
Ερμηνεία: Το έλεγαν στα παιδιά όταν ήθελαν να τους πουν παραμύθι
Τα παραμύθια, είν' αλήθεια
(1956)
Ερμηνεία: Πολλές φορές τα νομιζόμενα ως παραμύθια είναι αληθινές ιστορίες
Άσπρος παράς, για μαύρες μέρες
(1956)
Ερμηνεία: Να οικονομάς, για να έχης για τις δύσκολες μέρες
Τον έκαμε παπά και διάκο
(1956)
Ερμηνεία: Καλά τον στόλισε, του είπε πολλά λόγια
Ο παράς σαν το νερό κυλάει
(1956)
Ερμηνεία: Το χρήμα γλήγορα ξοδεύεται
Τον έκανε πέντε παραδιώ
(1956)
Ερμηνεία: Τον εξευτέλισε
Μό τ' ά βάρτι η άνοιξη τζό 'ρτσεται
(1951)
Μέ τό 'να τριαντάφυλλο η άνοιξη δέν έρχεται. Ένας άνθρωπος μοναχός του δέ μπορεί νά βγάλει πέρα μιά δουλειά. - Λεβ. 68, Πόντ. Α. Π. αρ. 890: Μέ έναν άθ' άνοιξη 'κ' έρται
Του Ρωμιού η γνώση ύστερα έρχεται
(1957)
Και αυτό φαίνεται μετάφραση της τουρκικής παροιμίας: Γκιαουρούν ακιλέ σονρατάν γκελίρ
Ο Θεός να σε φυλάγει από άνθρωπο σημαδεμένο
(1957)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κάθε μια Κονιαργιά το γιαούρτι ντης παινα
(1957)
Ήτοι ο καθένας διαφημίζεται το δια την καταναλωσιν είδος
Παιδί γκαι σκυλί νόπως το συνηθίσης
(1958)
Δια την καλήν ανατροφήν
Σκόρδα τσ' πιθεράς τα μάτια
(1956)
Ζητάει και ρέστα
(1956)
Κόβει τα σκ'λιά κλαρί
(1956)
Είναι δηλαδή αργόσχολος
Σαν του σκύλου μι τη γάτα
(1955)
Λέγεται για τεταμένες σχέσεις
Άντ' έπρεπε δεν έβρεχε και τώρα χαλαζιώνει
(1953)
Λέγεται περί γεγονότων, τα οποία δεν συμβαίνουν εις την κατάλληλον εποχήν, αλλά εις ακατάλληλον, οπότε η εμφάνισίς των δεν σώζει την δημιουργηθείσαν κατάστασιν
Άμα σκοντάψη τ' άλογο, όλοι τύφλα του λεν
(1953)
Ο κόσμος δεν δικαιολογεί, αλλά πικροχόλως εκφράζεται δι' ατύχημα ανθρώπου ικανωτάτου, επισυμβάν εξ' υπαιτιότητος του
Απ' τον Πρόκο προκοπή κι' από το Ρίζο ρίζα
(1953)
Μερικά τέκνα, ενώ φαίνονται καλά, ουδόλως ανταποκρίνονται εις τας υποχρεώσεις των προς τους γονείς των
Από μολωχτό ποτάμ' να φοβάσαι
(1953)
Ο κρυψίνους άνθρωπος και ο πονηρός είναι πολλάκις πολύ επίφοβος
Άγνιστα κι΄ανύφαντα κι στου bλουκό απλουμένα
(1952)
Λέγεται για κείνους, οι οποίοι τα μάλλον απίθανα και αβέβαια παρουσιάζουν ως τετελεσμένα
Π' αγάλια, δε θ' αποκρέψ'
(1952)
Λέγεται για κείνους, οι οποίοι από τη λαιμαργία τους δεν εννοούν ν' αφήσουν τίποτε στο τραπέζι
Τα γραφτά λειωστά δε γίνουνται
(1956)
Ερμηνεία: Η μοίρα των ανθρώπων είναι αμετάτρεπτος
Του' κοψε το δρόμο
(1956)
Παρενέβαλε προσκόμματα
Εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω
(1956)
Επί ματαίω λέγονται
Μαρτυρώ Θεό! ...
(1956)
Ερμηνεία: επικαλούμαι μάρτυρα το Θεό, π.χ. “Μαρτυρώ Θεό, δεν το ΄πα”
Βρομά τσαί ζένει
(1956)
Εκ του μεταγέν αορ. ώζεσα
Πάρτ' τον στο γάμο σου, να σου πη τσαι του χρόνου
(1956)
Διότι η ευχή “τσαι του χρόνου” λέγεται εις εορτάς επαναλαμβανομένα κάθε χρόνου
Σαββατιάτικος άνεμος, Δευτεριάτικος (ή Κυργιακάτικος) γάϊδαρος
(1956)
Λέγεται όταν το Σάββατο το πάρη αέρας, οπότε πιστεύεται οτι θα πέση οπωσδήποτε τη Κυριακή ή τη Δευτέρα
Μπόρα είναι, θα περάση
(1956)
Καθούρι ή μπορίνι ή μπόρα, λέγεται η βροχή εκείνη, η οποία έρχεται απότομα και με χοντρές σταγόνες και σταματά πολύ γρήγορα
Όταν ανακατώνεσαι με τις πατσαβούρες, τί περιμένεις;
(1956)
Ήτοι, όταν ανακατώνεσαι με τις κατωτέρας υποστάθμης γυναίκες, τί περιμένεις;
Όταν γίνεσαι ένα με τις πατσαβούρες, τί περιμένεις;
(1956)
Ήτοι, όταν εξωμοιώνεσαι με τις πατσαβούρες, τί περιμένεις;
Καημένη, έγινες μ' αυτή την πατσαβούρα
(1956)
Ήτοι, της έκανες τα μυαλά, εξωμοιώθηκες με αυτήν
Πιάσ' το ξυπόλητο, πάρ' τα παπουτσια του
(1959)
Τι να πάρης από κείνον που δεν έχει
Ο φιδοφαγομένος κοιμήθηκε, ο πεινασμένος όχι
(1959)
Και να κοιμηθή κανείς πρέπει να ΄ναι χορτάτος
Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβουνται
(1959)
Ερμηνεία: Ο φτωχός δεν μπορεί να δείχνεται πλούσιος κι ο πλούσιος δεν μπορεί να δείχνεται φτωχός. Ο άρρωστος δεν μπορεί να κρυφθή
Πάρ' τη σκούφα σου και βάρ' τονε
(1959)
Είσαι όμοιος με κείνον
Μη φυτρώνης όπου δε σε σπέρνουν
(1959)
Μην μιλάς αν δε σε ρωτήσουν
Αντίς για το καρφί, το πέταλο
(1959)
Έχασε αντί για το λίγο, το πολύ
Μια στο καρφί, μια στο πέταλο
(1959)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η πάστρα είναι μισή αρχοντιά
(1959)
Όσο γεράζομε, τόσο πονούμε
(1953)
Για τ' αντρόγενα όσο γερνούν, τόσο συνδέονται
“Δεν υπάρχει, Χριστιανέ μου, ίσος δρόμος;” είπ' η καμήλα
(1956)
Την ερωτήσανε α θέλη να πάρη τον ανήφορο ή τον κατήφορο