Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 11143
Οι αρκόντοι πάσ' τηδ δεκάραν κάβκουνται
(1940)
Ο πλούσιος, αποβάς φιλάργυρος, φθάνει εις τα άκρα
Άρκοντας τζαί πελλός έν ένα
(1940)
Και ο μέν και ο δε, μη έχων κανενός την ανάγκην περιφρονεί και αψηφεί τους πάντας
Βάστα, γέρο, βάστα
(1943)
Ότι οι γέροι δεν πρέπει, να μοιράζουν την περιουσία τους, όσο ζούν, αλλά να βαστού για τα γεράμτά τους
Βούννου βούννου, δουλαππάτζιμ μου, να κάμης την όντζιάς σου, να φας την καυκαλιάς σου βρε λοϊζή που είσαι τζαί γυρίζεις, τζ΄εν έρκεσαι να φας όρνιθα με το ρίζι!
(1940)
Ερμηνεία: Τας φωνάς της ακούσας ο Λοϊζής, ελθών κοντά της, είδε τον τρίμματον, και τον συνέλαβε. Εις τον Πεδουλάν υπάρχει τοποθεσία Τρίμματος την περί του οποίου παράδοσιν...
Βλ. “ ΚΧ “ ΙΓ σελ. 204 και Βλ. Απομονή 9,10...
Βλ. “ ΚΧ “ ΙΓ σελ. 204 και Βλ. Απομονή 9,10...
Ο άσουλος φυσικώς δεν γίνεται
(1948)
Δηλαδή κείνος που δεν είναι φυσικά από σόϊ, ό,τι κι αν κάνει δεν μπορεί να γείνει από σόϊ. Ο αγενής ευγενικός δεν γίνεται ποτέ. Τα γράμματα δεν φτάνουν να γείνει κανείς καλός άνθρωπος. Χρειάζεται καλή ψυχή. Πολλές φορές ...
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν, τζ' αγ κάμη φκυάριν τζαί σαρκάν, τζαί ποιός του συντυχχάνει
(1940)
Αν δε' ευτελέστατα πράγματα γίνεται θόρυβος τι θα συνέβαινε δια σοβαρά; Βρου(φουρ)κάλιν, δεσμίς χ΄ρτου χωρίς σκουπόξυλον, σαρκά δε σάρωθρον από μαζιά, με σκουπομάνικο
Άμα στράψει το Σταυροβούνι εςhει νερά
(1941)
Τα χωρία Κίτι, Τερσεφάνου, Περβόλια, Βρομολαξιά κ.ά έχουν την παρατήρηση αυτή για τη βροχή.
Άμα στράψει η Διτζιέλια εν να χαθούμεν τέλεια
(1941)
Διτζιέλια είναι το όνομα μιας τοποθεσίας που βρίσκεται παρά τη θάλασσα, όχι περισσότερο από ένα μίλι απόσταση απο το χωριό Ορμίδια (ή παλιά Καραντίνα). Η παρατήρηση αυτή γίνεται συνήθως νύχτα το φθινόπωρο ή τον χειμώνα από ...
Παρά να μί φάη η τσακάλης, κάλια να μι φάη η αρσλάνης
(1941)
Είναι ταπεινωτικού να πάθη τις υπό κατωτέρου ουχί όμως και το να πάθη υπό ασυγκρίτως και ισχυροτέρου. Άριστα είπεν ο Θουκ. “αδικούμενοι οι άνθρωποι μάλλον οργίζονται, ή βιαζόμενοι. Το μέν γάρ από του ίσου δοκεί πλεονεκτείσθαι, ...
Ήβγεν ασπροπρόσωπος
(1941)
Απέδειξε την αθωότητά του
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει
Άρκος έφαν τζ' έβρασε, τζ' ο φτωχός ερίασε ο άρκοντας επέθανε, τζ' ο φτωχός εγλύτωσε
(1940)
Υπερσιτιζόμενος ο πλούισος ακολουθών την όρεξιν του και όχι την διαιτητικήν παραβλάπτει την υγείαν του, διακινδυνεύων και την ζωήν του ενώ ο πτωχός τρώγων ό,τι έχει δεν απειλείται από τας εκ του υπερσιτισμού νόσους
Άμα στράψει ο Λιμνίτης τα νερά εμ μες το σπίτιν
(1941)
Η παροιμία αυτή μας δείχνει πως η βορειοδυτική διεύθυνση της νήσου μας, ο Λιμνιτής, θεωρείται μάνα των νερών (της βροχής) κι' από τους κατοίκους των μερών Σκάλας, όπως κι από τους κατοίκους Τυλλυρίας, Σολιάς, Μαραθάσας κ. ά.
Η αρφανιά, τζ' η ξενηδκιά, τζ' η πίκρη του θανάτου τρία στο ζύϊμ μπήκασιν, τζ' η ξενηδκιά νικά τα
(1940)
Ο μακράν της πατρίδος του στερείται όλους που αγαπά, ενώ ο απορφανιζόμενος παρηγορείται με τους εναπομείναντας
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ...
Τσέκκερε σσυλλοκούμπαρε, που τ' άσσισ σου. Ελάλουσσου να πάμεν του λατούρου, τζ ελάλες να πάμεν του Μαζωτού
(1940)
Η λάρναξ άλλοτε συνεδέετο με την Λεμεσόν διά Μαζωτου, του Λατούρου, Ζυγιού, Μονής. Από την Αλαμηνάν εις τον Μαζωτόν φέρουσι δύο δρόμοι, ο ένας κατ' ευθείαν και ο άλλος διά του Λατούρου, χωρίου άλλοτε, τώρα τσιφλίτζιν. ...
Επήρες κόρην άσσημην: Εν τα γεννητικά της. Εκαμέν το τζ' η μάνα της, έκαμεν το τζ΄η θκειά της
(1940)
Επί πράξεων αξιομέμπτων, ιδία ανήθικων, εχουσών δικαιολγίαν ότι οφείλονται εις φύσει ή εκ κληρονομικότητος διεστραμμένον χαρακτήρα
Θέλ' ν' αλείψεις το dροχό
(1943)
Αλαφροζ'γιάζει
(1943)
Ονειρεύεται στο δρόμο
Άλαλα τα χείλη των ασέβων
(1943)
Η σφίξι βγάζει το λάδι
(1943)
Γειά σ' τσ' αλήθεια λέου!
(1943)
Κάθεται πα στ' αgάθια
(1943)
Ανυπομονεί, ανησυχεί
Πέρα βρέχει
(1943)
Αδιαφορία
Η γιαλήθεια έναι μαλλώτρζα
(1943)
Αξίζ' όσο βαρζεί
(1943)
Τρζείς τσ' η αλήθεια
(1943)
Δανεικά τσ' αγύρζιστα
(1943)
Τεν έκανε τ' αλατιού
(1943)
Τούστριψε η βίδα
(1943)
Τρελλάθηκε
Αύριο κλαίνε δω
(1943)
Απειλή
Φάγαμε μαζύ ψωμί τσ' άλας
(1943)
Το παραπολύ – βρωμεί
(1943)
Γλύφ' τα δαχτύλια του
(1943)
Κάθε καρζυδιάς καρύδι
(1943)
Ατζίστρι δε bάνει απάν' του
(1943)
Αναψοκάητσε
(1943)
Έχει φούριες, βιάζεται πολύ
Λωλός παπάς τε βάφτ'σσε
(1943)
Άκρες – λείπες
(1943)
Πέρε ο στραβός κατήφορο
(1943)
Του πλέχει γαιτάνι
(1943)
Όποιος αγαπά δεν βλέπει
(1943)
Μέ τό αζ΄ μίωτο
(1943)
Ανάλατα γέλια
(1941)
Επί ακαίρου γέλωτος
Σία τσ΄αράξαμε
(1943)
Πή΄ε στον αγύριστο
(1943)
Απόμ'νε Γιώτα μοναχή
(1943)
Τάχασε όλα, απεγνυμνώθη
Γαλατουλιάς μυρίζει
(1943)
Κοdές ψαλμός, αλληλούϊα!
(1943)
Αξίζ' ένα βασίλειο
(1943)
Αξίζ' 'ο,τ' πείς
(1943)
Αγι - Αντρειάς και μήνας
(1944)
Άρμπεγε τσαι κόρευε
(1943)
Το λένε για δουλειές ακατάστατες και χωρίς συνέχεια
Χέζε τσαί δερμάτιαζε
(1943)
Το λένε για δουλειές ακατάστατες και χωρίς συνέχεια
Αναψοκώλιατσε
(1943)
Έχει φούριες, βιάζεται πολύ
Στο γάμο σ' βαφτίσια
(1943)
Ειρωνική ευχή
Αμαρτία ξεμολο'ημένη
(1943)
Ήμαρτον, Θε μου
(1943)
Αισχρόν εστί τσαί λέγειν!
(1943)
Έβγαλε τ' άdερά του
(1943)
Έκανε εμετό πολύ
Αναψοκαββάδιατσε
(1943)
Έχει φούριες, βιάζεται πολύ
Νίψου τσ' αποφάγαμε
(1943)
Αναψοκωλιές έχει
(1943)
Έχει φούριες, βιάζεται πολύ,
Αγοραστό – λιμαστό
(1943)
Ό,τι αγοράζει κανείς είναι λίγο και το λιμάζει
Το gούτσι – gούτσι τέσσερις τσαί το προβάτι πέdε τσαί τουτη η κλεφτολυ'ερή μέρες πενήdα – πέdε
(1943)
Παρατήρησις πόσον καιρό κυοφορούν τα ζώα. Ο χοίρος 4 μήνες, το πρόβατο πέντε μήνες, η γάτα 55 ημέρες...
Από ρόδο βγαίν' αγκάθι, τσ' απ' κι' αγκάθι βγαίνει ρόδο
(1949)
Από κακούς γονείς γεννώνται χρηστά τέκνα...
Παροιμία Μανουήλ φιλή Γ 153 στ. 1 εκδ. Miller 2...
Παροιμία Μανουήλ φιλή Γ 153 στ. 1 εκδ. Miller 2...
Απού λουλλόν και μεθυσμένον μαθθαίνεις την αλήθεια
(1941)
Οί αρχαίοι έλεγον : “Εν οινώ αλήθεια, και οίνος και παίδες αλήθεια, και τα εν τη καρδία του νήφοντος εν τη γλωττή του μεθύοντος” Και ο Θεοτόκριτος (ΚΘ1) “ Οίνος, ω φίλε παί, λέγεται και αλάθεια κάμμες χρή μεθύοντας αλαθίας έμμεναι”...
Α γελαστεί τσαι πει καμμιάν αλήθεια
(1943)
Τόσο ψεύτης είναι
Αγαπά τα ξινά
(1949)
Είναι επιρρεπές εις τον έρωτα
Ζυμοφούρνιζι Κουρτέσιου, φέρ αλεύρ' κασσιδιάρ'
(1940)
Αναφέρεται εις εκείνους που απαντούν χωρίς να προσφέρουν τίποτα
Η αλήθεια είνιν ,αλλώτρα
(1941)
Η αποκάλυψη της αλήθειας γίνεται πολάκις αφορμή διενέξεων. Οι άνθρωποι εις πολλάς περιπτώσεις δεν ανέχονται τους αποκαλυπτούντας την αλήθειαν.
Αγάπη θέλει φρόνησιν, θέλει κουφερκιοσύνην θέλει λα(γ)ού παρπατησιάν, τζ' ατού γληοροσύνην
(1940)
Η λέξις [κουφερκιοσύνην] έχει εις την παροιμίαν την σημασίαν της υπομονής, μάλλον της επιδεξιότητος. Εκείνος δηλαδή που θέλει να ανταγαπηθή πρέπει να είναι επιτήδειος και υπομονετικός, να έχη χαρίσματα και να μη αποφεύγη ...
Μου βάλανε στη μέση ένα μεγάλο αγγούρι
(1949)
Μου επροκάλεσαν μια δυσκολία απρόοπτον
Είναι της αγιά Καθίστρας
(1949)
Εορτή πλασθείσα για να δικαιολογηθεί η αργία ανθρώπων, όσοι δεν είναι φίλεργοι. Πχ Σήμερα δε δουλεύουν, είναι της αγιά Κ. Καθίστρα εκ του ρ. Καθίζω
Είδα τον ατζελό μου ...
(1949)
Πολλά έπαθον μέχρις συ ... π.χ. “Έιδα τον άνζελο μου ως να τελέψω τη δουλιεά μου”
Είναι όμορφος σαν άτζελος
(1949)
Διότι οι άγγελοι εικονίζονται κατ' εξοχήν ωραίοι
Δε σηκώνει τζίξιμο
(1949)
Δεν ανέχεται προσβολή
Αγάλι' αγάλια γένεται η αγουρίδα μέλι
(1941)
Συμβουλή εις τους βιαστικούς, ότι θ' απολαύσωσι τον καρπόν των κόπων των, εν καιρώ τω δέοντι
Ας τενε να βρασ' στο ζ'μί του
(1943)
να τυραννηθεί