Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 11143
Εγινήκαν κι οι πορδές κουκκούλια = Etiam peditus fiunt vermicolorum tunicae
(1949)
Παρεμφερή αγγλική: Beggars on horseback
Η κατσίκα ε bα στη bόλ' αμά πα' του τουλούμι τς
(1940)
Βα = δεν πηγαίνει
Ο θεγός φοβήθκε πε τον υστερνό τον άρχονdα
(1941)
Από εκείνους που απέκτησαν πρόσφατα δύναμη να φοβάσαι
Η βγιά παιδί δέν κάμνει, κι' άν τό κάμνη δέν προκόβγει
(1949)
Παρεμφερής παροιμία αγγλική: “more haste less speed”
Αστρακιάν την έκαμε!
(1949)
Για έναν που επαράφαγε, (την κοιλιά)
Ο πεθαμένος κάθεται στ' αρρώστου το κεφάλι
(1944)
Καμμιά φορά που πεθαίνει προτήτερα ένας γέρος κλπ
Ο κάττος τσι' αν εγέρασε τα νύσια πούσιεν έσιη
(1940)
Συλλ. μαθητής Οδυσσέας Οικονομίδης
Της πόρνας τους όρκους και του γεννάρην τον καιρόν ποτέδου μην πιστέψης
(1940)
Συλλ. μαθητής Ευάγγελος Γεωργίου
Όσ' άστρα έχ' ο ουρανός κι η Πόλη παραθύρια
(1940)
Πόλη = πόλις
Άμα κατσαρίζ' η Ασπρόβρυση για ή Ασειροποιήτου εν ν' αλλάξ' ο τζαιρός για βροχήν, γι' άνεμον
(1940)
Καιρική παρατήρησις
Ξένε θρέβ'ς, λύκο θρέβ'ς
(1943)
Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα
(1940)
Συλλογή μαθητής Κυριάκος Λ. Κωμοδρόμος
Ασκί με το γου(λ)ί κάτω λ'τό
(1940)
Το λέω για κείνον που κλάνει όταν κοιμάτα
Όπου έχει σύκα πολλά έπερνε καλάθι μιτσή
(1940)
Συλλογή μαθητής Χαράλαμπος Α. Σιαμαρής
Άμα χορέβκουν τ' άστρη, για νερά, για αέρα
(1945)
Αν τρεμουλιάζουν τ' άστρα προβλέπεται βροχή ή άνεμος
Άστριος μου με τον άστριον άτου 'κι ταιριάζει
(1940)
Το άστρο μου με το άστρο του δεν ταιριάζει. Για την ασυμφωνία δυο χαρακτήρων, προκειμένου για αντρόγυνο, αδέρφια ή φίλους
Εν τζαί περνει αστάρκα
(1940)
Επί οξυθύμων που ανάβουσι και με το ελάχιστον
Ίντα τσου και παρατσού. Τ' άσπρα μου' δωκα και τσούνε
(1949)
Σατιρίζει τους τσιγγούνηδες
Άμ' αστάψει το Τσουννίν, έσει νερά
(1940)
Την τοποθεσία Τσουννίν, βράχον παρά τον Κορμακίτην προς τα Λίβερα, ονομάζουσιν οι κάτοικοι και Μαυρολίμνη
Αμ' αστραφτ' η σκοτεινή εν ούλον νερά
(1940)
Σκοτεινή τοποθεσία προς Α του Φτέρυχα (Κερηνείας)
Ο Θεός να σε φ'λάη απ' το gαινούργιο άρκοdα και τη bαλιά τη π'τάνα
(1941)
Επί των ζημιουμένων ένεκεν των σχέσεών των μετά νεοπλούτων ή μετά πόρνης
Σαν αρτυθώ, να φάγ' αρνί, κι' αν φάγω να' ναι ψάρι
(1941)
Εάν παραβώ το καθήκον μου, να το κάμω χάριν σπουδαίου κέρδους
Άμα στράψ' , θα bουb'νιξ κι όλας!
(1941)
Επί των παραπονούμενων δια τα αποτελέσματα της φιλονεικίας των
Η αρκοdιά τρέχ' απ' τα πατζάκια τ'
(1941)
Ειρωνικώς, επί των υποκρινομένων τον πλούσιον
Απού πεινά τζ' εν τρώει, τζαί θέλει ν' αρκοντήνη, εν να πεθάνη άζηππα, τζ' η πείνα εν να του μείνη
(1940)
Επί όσων στερούνται και των ουσιωδεστέρων χάρις κακώς εννοουμένης οικονομίας
Νε σκόρδο έφαγε, νε σκορδίλα μρίζ
(1941)
Προσποιείται τελείαν άγνοιαν
Ήρτανε τα ταγούλια στη γειτονιά μας; Καρτέρα τα και στ γωνιά μας
(1941)
Επί γειτόνων στρατολογηθέντων, φορολογηθέντων ή νυμφευθέντων. Μετ' αυτούς έρχεται η σειρά μας
Αρρωστοφαγιά, κατεβασιά της πείνας
(1948)
Πείνα 111
Ερχόντανεν η λυγερή κι εγόρασε λανάρι
(1940)
Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). Για τους φανταγμένους, που πάνε και παίρνουν πράματα άχρηστα, το λανάρι δεν το χρειάζεται κανείς κάθε μέρα – ο φανταγμένος νομίζει ότι αν το 'χει κι ...
Κατρήθκι απ' τα γέλια
(1941)
Επί ασυγκρατήτου γέλωτος
Λιγοθύμισ' απ' τα γέλια
(1941)
Όποιος βλέπεται βλέπειτον κι ο Θεός
(1943)
Δηλαδή όποιος προσέχει τον προσέχει κι ο Θεός.
Άλλος στά πρώτα τ, κι άλλος στά υστερνά τ
(1941)
Ο κοπιάζων εν τή νεότητι απολαμβάνει κατά το γήρας ή άλλος γεννάται πλούσιος και πεθαίνει πτωχός και άλλος γεννάται πτωχός και πεθαίνει πλούσιος. 119
Αρσενικός γάδαρος σύρνει πίσω του πουλάριν;
(1940)
Την επίβλεψιν και καθοδήγησιν των τέκνων έχει η μήτηρ
Άρρωστη τζ' αγκαστρωμέν να πω του κάττου ππίσσι?
(1940)
Επί οκνηρών. Οκνηρά σύζυγος εγκυμονούσα, το σηκότι που έφερε ο άντρας της εκρέμασε εκεί πλησίον της. Όταν ούτος έμαθε τι απέγινε και ηρώτησε γιατί αφήκε τον γάτον να φάη το σηκότι, ήκουσε το ως ανωτέρω
Τάσπρα ξυπνούν τον άνθρωπον, τζαι το ψουμίν τοδδύλλον, τζαί το κριθθράριν τάλογον, τζαί το πουττίν τοβ βίλλον
(1940)
Διά πρόθυμον και δραστήριον δράσιν πρέπει να υπάρχει το κίνητρον
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν, αμ' αγοράση τζαί σαρκάν, εθ θα μας συνυχάνει
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Μήτε η αρκογκιά κληρονομιά μήτε το μούλκιμ πάντα
(1940)
Μούλκι, κτηματολογικώς, σημαίνει πλήρη ιδιοκτησίαν ως η οικία, δένδρον, διατιθεμένην κατά βούλησιν εν το χωράφι είναι αραζή, εφ' ου άνευ κρατικής αδείας είναι αδύνατον να ανεγερθή οικία
Μήτε η αρκογκιά κληρονομιά, μηδέ τ' οφφίτζι πάντα
(1940)
Λόγοι παρηγορίας δι' ατυχούντας αλλά και υπομνήσεως ότι ουδέν είναι σταθερόν ή διαρκές εις τον βίον
Άρκος τζαί πελλός, κατά που τους δόξει
(1940)
Ιδιότροποι και εκκεντρικοί προβαίνουσιν εις πράξεις ασυνήθεις
Έδ διά τ' αντζέλου του νερόν
(1940)
Επί των άκρως φιλαργύρων, οι οποίοι και εαυτούς στερούσι πολλών εκ φιλαργυρίας. Άγγελος είναι ο προστάτης μας άγγελος, κατ' ακολουθίαν ο εαυτός μας
Αρχοdόπ'λα, - γουρ'νό'λα
(1943)
Ότι τα πλουσιόπαιδα δε γίνονται καλοί άνθρωποι
Ο Θεός αρφανά κάμνει, τζαι κακορίζικα εγ κάμνει
(1940)
Το θείον θεραπεύει το αναπόφευκτον κακόν, ελεών άλλως τον θιγόμενον
Γιατί είμαι ξένος τζ' ορφανός, τζαι εμ με αγαπούσιν ούλλα τα ποβαρέματα πάνω μου ποβαρούσιν
(1940)
Δι' όσους επειδή στερούνται προστάτου υφίστανται δοκιμασίας
Αρκόντηνεν ο γείτος μας, τζ' αγόρασεβ βρουκάλιν
(1940)
Ειρωνικώς, δι' όσα άλλοι θρωρούσι σημαντικά και άξια λόγου
Πού τον τζύρην αρφανιάν, τα παιδκιά μεσ' στηγ γωνιάν. Πού τημ μάναν αρφανιάν, τα παιδκιά στηγ γειτονιάν
(1940)
Η μητέρα συμμαζεύει τα τέκνα της ενώ ο πατέρας όχι λόγω ασχολειών του
Αντάν αστράφτει τζαί βροντά να μέφ φοάσαι, αντάχ χωρίζει μια ψυσή που την άλλην να φοβάσαι
(1940)
Λέγεται ιδία επι τοκετού
Άσταψεν ο Βασιλειάτης, τζ' εμουγκάρισεν ο σοίρος έσει νερά
(1940)
Βασιλειάτης είναι τοποθεσία της παραλίας Βασίλειας (Κερήνεια) και σοίρος βράχος εις την θάλασσα ΒΑ του Καραβά
Άσσημμ πράμαν, (τζαί) καλήμ πούλησιν
(1940)
Αντίδοτον δοθέντος κακού δίδεται η εύνοια της τύχης
Σ' ένα καζάνι βράζουμε
(1943)
Το ίδιο είμαστε, ή την ίδια στενοχώρια έχομε
Αμ αστράψει ο Λιμνίτης, έσει νερά
(1940)
Τοπική της Σολιάς
Ασσημοφόρα, τζαί μέρ ριάς
(1940)
Προτιμώτερα τα ευτελή ενδύματα προφυλακτικά του ψύχους παρά τοιαύτα επιδείξεως, αλλ' επικίνδυνα δια την υγείαν μας. Προτιμητέον το ωφέλιμον αντί του ευχαρίστου
Τ' άστρα κατεβάζει
(1943)
Με τα μάγια κυρίως, αλλά και με τα ψέματα, τους όρκους, ή τις διαμαρτυρίες
Σ' κόβου γω τ' αστρζικό σου
(1943)
Παρά νάσης άρρωστον, κάλλιον να κόβκης πέτραν
(1940)
Αγωνιώμεν δια την απόληξιν της νόσου, και διότι προσφιλής μας ύπαρξις πάσχει
Το παννίν το άσσημον, της νεφανταρκάς μεινίσκει
(1940)
Ύβρεις προς ανώτερον υποψίας μένουσιν εις βάρος του υβρισκού, όπως το ελαττωματικόν ύφασμα
Τρώεις σούππαν άρρωστε;
(1940)
Το γάλα και η σούππα η μονόχογλη, με ρύζιν και νερόν αποτελούσι την κυριωτέραν εν Κύπρω τροφήν δια τους ασθενείς. Τοιαύτην δίαιταν εννοείται ότι γλήγορα βαρύνεται ο ασθενεής
Επήρεν τα άσπρα μετρητά
(1940)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των εντίμων που εξ εαυτών κρίνοντες πιστεύσουσι κάθε διήγησιν
Η αρρώσκεια τζ' η φτώσεια εν το σειρότερον κακόν
(1940)
Η ασθένεια είναι μεγάλον κακόν για τους απόρους, διότι απαιτεί δαπάνην δια καλήν διατροφήν και θεραπείαν
Κατύση του αρφανού τζει πόν νάναι
(1940)
Όσον καλά και αν ζη, δεν ευρίσκει την αγάπην και την φροντίδα των γονέων του
Αρκοντικά πορεύκουνται τζαί σσύλλικα τζοιμούνται
(1940)
Επί πτωχών που διά να επιδειχθώσιν υφίστανται στερήσεις ουσιώδεις