Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 11143
Τον γάδαρον τον κόντρην τσηλάτον σάμα
(1940)
Συλλ. μαθητής Ευάγγελος Γεωργίου
Όποιος μπιστεύγεται τον κώλον του, χέζει το βρακίν του
(1949)
Qui culo suo fidit bracas concacat
Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα
(1940)
Συλλογή μαθητής Ανδρέας Γ. Κιρκιλλής
Άμα ρίξη στραοπελέchιν κάμνει σαράντα μέρες να βρέξη
(1945)
Σαν πέση κεραυνός, σταματά η βροχή και βρέχει μόνοςν μετά σαράντα μέρες
Τ' άλλο; Το φαγε η Κάλω
(1941)
Λέγεται υπό του διηγουμένου, όταν δεν προσέχουν εις τους λόγους του και δυσαρεστήθη, διότι τον ξαναρωτούν. 179, 118
Δέ θέλι τ' αλλνού το τοσονά
(1941)
Δέν καταδέχεται να κλέψη το παραμικρόν. 145, 117
Πολλοί νεκροί που κάθονται στ' αρρώστου το κεφάλι
(1940)
Το λεν όταν πεθάνη κάποιος που περίμενε να πεθάνη άλλος που ήταν άρρωστος
Άσπρο χαρτί, μαύρα γράμματα
(1941)
Επί των αγνοούντων το περιεχόμενον δικαστικής αποφάσεως
Άσπρορ ρούχον, πρόσωπο της πουτάνας
(1940)
Ερμηνεία: Το λευκού χρώματος ύφασμα κηλιδώνεται αμέσως
Άλλα κι άλλα τα μεγαλα
(1941)
Λέγεται εις τους κατηγορούντας διά μηδαμινά παραπτώματά τους άλλους ενώ οι ίδιοι κάμνουν τα χειρότερα. 45, 120
Σαν τον ατσουπάν
(1940)
Ιστορική
Φτου τζαι που καναπαρκής
(1940)
Κατά μύθον δια τους καλογήρους εγερθείσης διαφωνίας ως προς τον αριθμόν που επετεύχθη επί τεθέντος στοιχήματος ο καλήγηρος πεποιθώς δια την νίκην απέσβεσε τον σημειωθέντα αριθμόν ειπών ως ανωτέρω. Λέγεται όταν είναι ανάγκη ...
Αρκή του παραμυθκιού καλησπέρα σας
(1940)
Συνήθης αποστροφή μικρόν πριν διηγηθώμεν παραμύθιν, ή κατά την διήγησιν περιπετείας, επί το ευθυμότερον
Αγ κακοπλύνεις μεμ πλήξεις, ούτ' αγ κακαζυμώσης αμ πάρης άντραν άσσημον, τότε να μαραζώσης
(1940)
Ο δύστροπος και με ελεεινάς συνήθειας σύζηγος καθισ΄τα αβίωτον την ζωήν της γυναικός του
Μήτε αστάριν του σάκκου μου
(1940)
Το “αστάριν”, φόδρα ενδύματος, δεν προσθέτει καμμιάν εις τούτο αξίαν. Λέγεται προς ένδειξιν εσχάτης περιφρόνησεως
Εβγήκα ασπροπρόσωπος
(1940)
Λέγεται δι' όσους από δύσκολον θέσιν κατώρθωσαν να εξέλθωσιν χωρίς να ζημιωθώσι ουδ' επ' ελάχιστον χρηματικώς ή ηθικώς
Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα
(1940)
Ερμηνεία: Το χρήμα είναι παντοδύναμο
Όdες δειπνούν οι γιάρχοdες, οι γύφτοι μαγερέβ'νε
(1943)
Ότι δεν μπορεί κανένας, άμα δεν έχει τ' απαιτούμενα, να φανή εγκαίρως συνεπής στας υποχρεώσεις του
Φέρνει τον κατακλυσμό
(1949)
Άσπορος να μέμ μείνης, τς άθερος έμ μεινίσκεις
(1940)
Όταν σπείρης θα έχης πάντοτε μικράν ή μεγάλην απόδοσιν, ενώ αν μείνης άσπορος ουδεμίαν εσοδείαν θά έχης
Μείνε ρκά ξησκούφωτη, ώστι νάρτ' ο Μάς να σκουφωθής
(1940)
Το σκούφωμα συνηθίζεται από τους χωρικούς τον χειμώνα διότι θερμαίνει. Εν τούτοις χρησιμοποιείται ως προφυλακτικόν δια τον ήλιον και το καλοκαίρι
Άθθρωπουν από γεινιάν κή σκύλλουν από μάντραν
(1941)
Προκειμένου να εκλέξης άνθρωπον ή ζώον μη αρκείσαι εις την εξέτασιν μονόν του ατόμου, αλλ' ερεύνησον και την προέλευσιν αυτού
Γειά σου γέρο! Ασκιά μουσκεύω
(1940)
Σπέρω (πολλά)
Η ακαμωσιά γυμνώνει κώλους
(1949)
Έπρεπε το γιαίμα τ' πίστα
(1943)
Εκεδικήθη, του ανταπόδωσε τα ίδια
Εκάμεν τον απ' άσπρου
(1949)
Όποιος δεν εστιμέρει τ' άσπρο, τ' άσπρο δεν αξίζει
(1940)
Στιμάρω=εκτιμώ, υπολήπτομαι, υπολογίζω, λογαριάζω
Άμα έχ' ατζίγγανους βράσμα, ε gοιμάται
(1940)
Για κείνους που άν έχουν κάτι, δεν το φυλάνε αλλά όλο τσιμπάνε
Κάθε αρνίμ που το τσουνάριν του εν να κρεμαστή
(1940)
Τσουνάριν το, είναι το άκρον του πισινού ποδιού του προβάτου
Εταίριαξαν τ' άστρα ντως
(1949)
Το λένε για τ' αγαπημένα αντρόγυνα, επειδή πιστεύουν ότι κάθε άνθρωπος έχει και το άστρο του
Του αρρώστου η βούκκα φαίνεται
(1940)
Ο ασθενών γίνεται αντιληπτός από την έκφρασιν του προσώπου του
Μ' έκανε απ' άσπρου!
(1943)
Ερμηνεία: Μ' έβρισε, με εξευτέλισε
Με αρκοντά κληρονομιά μήτε το φήτζον πάντα
(1940)
Συλλ. μαθητής Ανδρέας Γ. Κιρκιλλής
Η αρρώσκεια μπαίνει με το σατσίν, τζαι βκαίνει με το βελόνιν
(1940)
Η ασθένεια και τα ατυχήματα νομίζομεν ότι μας έρχονται γλήγορα, και βραδύνουσι να μας αφήσωσι, διότι τα αισθανόμεθα ζωηρότερον παρά τα αγαθά
Η σήρα τζαι το ορφανόν, εις τοθ θεόν αγκάλεμαν εκάμαν, τζ' ενίκησεν του αρφανού το κλάμα
(1940)
Η χήρα ευρίσκει σύζυγον όχι όμως και οι ορφανοί γονείς
Τ' άστρον του είναι θηλυκόν και ααπάν τον ούλες
(1943)
Λένε για έναν νέον
Ανάθεμα την αρφανιάν, όσα καλά τζ' αν έση
(1940)
Η ορφανιά είναι πολύ αισθητή
Κάθε αρκή δυσκολία
(1940)
Όσον εξονυχιστική και αν είναι η μελέτη αναλαμβανομένης ενεργείας, πάντοτε θα συναντηθώσι πολλαί δυσκολίαι και λάθη εις την εφαρμογήν
Για το κορωνίδιν εμείναμεν άσποροι
(1940)
Δι' οικονομίαν ασημάντου πράγματος δύναται να προκύψη ζημία. Κορωνίν και κορωνίδι, είναι δύο μικρά ξύλα που συνδέουσι τον ζυγόν με το άροτρον
Η αρκογκιά, πάει τζ' έρχεται. Η τιμή έσ σαλεύκει
(1940)
Η διατήρησις του πλούτου δεν εξαρτάται από την θέλησίν μας. Ο τίμιος όμως, εάν θελη, δύναται και μένει πάντοτε τίμιος
Η φτώχεια του αρκόντου, εν η αρκογιά μου μένα
(1940)
Ο πλούσιος όσον και αν ζημιώση είναι ευπορώτερος από τον πτωχόν, και εις ημέρας ευπραγίας τούτου ακόμη
Αρκοντικά προδεύκεται, τζαί σσυλλικά τζοιμάται
(1940)
Προδεύκεται αντί πορεύκεται
Τα ασκανδάλιστα, στους ουρανούς μεινίσκουν
(1940)
Εφόσον το σφάλλεσθαι είναι ανθρώπινον, αδύνατον είναι να μη σκανδαλισθώμεν
Στράφτει του Λιμνίτη; Γλήορα στο σπίτιν
(1940)
Αστραπαί προς την τοποθεσίαν Λιμνήτης θεωρείται προάγγελος βροχής
Αρκόντεινεν ο γείτος μας και έκαμε φουρκάλιν
(1940)
Συλλ. μαθητής Ανδρέας Γ. Κιρκιλλής
Του αρκόντου γεννά τσι ο πετεινός του
(1940)
Συλλ. μαθητής Οδυσσέας Οικονομίδης
Αρφανόν τρέφεις; Διάβολουν τρέφεις
(1941)
Ουχί σπανιώς οι ορφανοί ενηλικιούμενοι δεικνύονται αχάριστοι προς τους κηδεμόνας και εκτρέπονται εις ύβρεις και αδικίας και αυτών
Ήbε το μαχαίρι στο κόκκαλο
(1940)
Εμάλωσεν ο λαός με τόρος
(1940)
Συλλογή μαθητής Σταύρος Χρίστου
Αρχαί ωδίνων
(1943)
Όταν αρχίζη κανένα βάσανο μόλις τώρα και φαίνεται πως θα τραβήξη σε μάκρος. Εδώ υπάρχει κατά πάσαν πιθανότητα και παρανόηση των πόνων της γυναίκας που γεννάει, με τη λέξη οδύνη, που έρχεται πιο γνώριμη στο λαό
Πάει το νερό στην Κάτσαρη; Μεις το κάνουμε και πάει
(1941)
Λέγεται επί αδυνάτων ή όταν λέγη κανείς παραδοξολογίες
Ο ψέφτης και ο κλέπτης τον πρώτον χρόνον χαίρετε
(1940)
Συλλογή μαθήτρια Νεφέλη Κ. Τσακούσιη
Ήθιλές τα κ' ίπαθές τα
(1940)
Έκλασεν ο σοίρος τζ' έβκαλεν αγγόνιν
(1940)
Ερμηνεία: Επί γεγονότων που δεν έχουσι καμμίαν μςταξύ των σχέσιν
Κάνω γώ κι ας είνι σκόλ' ν' μη φανούν d' αdρού μ' οι κώλ'
(1940)
Κάνω = γνέθω, κάνω ρόκα
Τ' άσπρα κατηβαίννουν τ' άστρα
(1941)
Ο πλούτος είναι παντοδύναμος. Αιγυραίς λόγχαις μάχου και πάντων κρατήσεις
Αστράψ' από το Ζάλογγο δέσ' το μέσα τ' άλογο
(1940)
Θα κάμη κακοκαιρία
Από χιονιού κι' ο Νότος
(1949)
Άσπρος σσύλος, μαύρος σσύλος, ούλοι σσύλοι ένι
(1940)
Ερμηνεία: Ο κακός και δύστροπος είναι πάντοτε κακός εις οιανδήποτε τάξιν και αν ανήκει
Αγγονίστην τζ' ο σσύλλος βρακοζώνιν;
(1940)
Λέγεται ειρωνικώς δι΄όσους, ενώ αρχικώς ήσαν ταπεινοί επειδή απέκτησαν κάτι προβάλλουσι με απιτήσεις. Επί σπατάλων με ασταθείς πόρους που ζώσιν όπως και οι ευπορούντες
Αρκος έφαν τζ' έδρωσε, τζ' ο φτωχός εκούρωσε
(1940)
Ο πλούσιος παχαίνει τρώγων κατά την όρεξίν του όχι όμως και ο λιτοδίαιτος πτωχός
Αμ' αστράφτει του Λιμνίτη γύρευκε μονήν τζαί σπίτι
(1940)
Καιρική παρατήρησις της Πάφου