Αναζήτηση
Αποτελέσματα 551-560 από 760
Ντό πάει το βούδ' θα λαλής
(1931)
Το βόδι που πηγαίνη θα λαλής
Τον αγά άντσετζο, το σκαμνί έτοιμο ποίσο
(1931)
Ανάφερε τον αγά, ετοίμασε το σκαμνί του (Οφ. Ιδέ 1611)
Το μαγγούρι ετοίμασε κι΄ανάφερε το σκύλλο
(1931)
Το μαγγούρι ετοίμασε κι΄ανάφερε το σκύλλο
Ο Θεός έποϊκε τον άθρωπον κ' εκλώστεν εφοέθεν άτον
(1931)
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και κατόπιν τον φοβήθηκε
Ο Θεός άτ' άδα εν!
(1931)
Ο Θεός του εδώ είναι
Όλοι πάγουν 'ς σ' εμέτερα κ' εγώ 'ς ση γειτονίαν
(1931)
Όλοι πηγαίνουν 'ς τα δικά μου κ' εγώ 'ς τη γειτονιά
Ο κιάλτς τον κιάλ καρκαπέτ εκούιζεν
(1931)
Κέλης = κιάλτς = κασσιδιάρηςμ κουΐζω = φωνάζω
Όνταν κοιμάται 'κ' ελέπ'
(1931)
Όταν κοιμάται δε βλέπει. Κρώμ. Τραπ. Χαλδ. Μετ' αστεϊσμού επί του επαίνων αξίου. Πβ.και την αστείαν έκφρασιν κατάρας “οντές κοιμάσαι, να μη ελέπ' ς!” (να μη βλέπης, όταν κοιμάσαι!) Χαλδ.