Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 873
Γης μαδγιάμ
(1930)
Ευτελής καταστροφή “το 'καμε γης μαδγιάμ” = το 'φαγε εντελώς το χωράφι περί ζώων λέγεται
Σο γάμος με το κόσκινο να κουβαλέσω νερό
(1938)
Λέγεται ειρωνικώς προς τους νέους δια τας προσφερθείσας υπηρεσίας των
Τ' άσπρα κατεβάζνε τ' άστρα
(1938)
Τ' άσπρα=τα χρήματα
Άσπρο είναι το χιόν' άμα του πατούνα οι σκύλ'
(1936)
Ερμηνεία: Όλα τα καλά πράγματα δεν έχουν την αρμόζουσα σ' αυτά θέση
Ασκημοφόργιε και μην εργάς
(1930)
Εργώ = κρυώνω
Το ξύλο δεν κόβεται μονομιάς με το μανάρι
(1935)
Μανάρι = τσεκούρι
Όπου τσ' αν υπάη το πουλλί, τοκ κώλοτ του κραεί το
(1934)
Η αλλαγή του τόπου ή των συνθηκών της ζωής μας δεν μεταβάλλει και τας παλαιάς συνηθείας
Η αρρώστεια έρκεται με το σακκί και φεύγει με το δράμι
(1930)
Επί των μετά χρόνον πολύν από τινος κινδύνου απαλαττομένων
Τρέφω φίδι το χειμώνα, να με φάη το καλοκαίρι
(1930)
Υποστήριξις κακή
Δος μου, πατέρα την ευχή κι΄εγώ ευχή σου δίνω
(1930)
Αλληλοβοήθεια
Τόχει η κούτρα του να κατεβάζη ψείρες
(1930)
Δηλαδή γνώμες
Ποίος έρχοντας έζησεν κ' εκέρδισεν τον κόσμον
(1931)
Επί της ματαιότητος των υλικών απολαύσεων
Ασαράντιγη είσαι;
(1938)
Λέγεται όταν μια γυναίκα στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού και δεν μπαίνει μέσα, όπως οι λεχώνες που δεν έχουν ακόμη σαραντίσει, εις τις οποίες απαγορεύεται η είσοδος εις ξένο σπίτι
Δούλευε να τρώς και κρύψε νά χ'ς
(1939)
Περί μη δυνατής αποταμιεύσεως ικανής εκ της εργασίας
Ο Πλάστης κάνει αρφανά τσαι τα καταϊκάζει, αμμ' έιναι πολυέλεος τσαί τα καλομοιριάζει
(1934)
Ο Θεός προστατεύει τα ατυχήσαντα ορφανά
Γύφτικο σπίτι καίγεται κι΄ οι γύφτοι περιχαίρουνται
(1936)
Σημείωση : Ο γύφτος αδιαφορεί δια την τύχην της οικίας του αφου αυτή είναι εν πρόχειρο κατασεκεύασμα, δυνούμενον οπουδήποτε και οποτεδήποτε ώστε να στηθή
Είναι βαρκλερτωμένο σαν του γύφτου το καλύβι
(1936)
Σημείωση: Λέγεται για κάθε ψυχική και υλική πενιχρότητα ή για τις δουλειές
Αγόϊς την των αρφανών, αν είν' και με τα γένεια!
(1938)
Τα ορφανά είναι δυστυχισμένα, και όταν ακόμη είναι ενήλικα
Ο Θεός κάνει αρφανά, μ' ανάμοιρα δεν κάνει
(1938)
Οι ελπίδες που έχουν τα ορφανά ότι θα τα προστατεύση ο Θεός στο ζήτημα του γάμου
Αρρώστου μούρη φαίνεται και πινασμέν' αχείλη
(1938)
Η αρρώστεια και η πείνα είναι πράγματα που δεν κρύβονται. (Μεταφορ. για κάτι που προσπαθούμε άδικα να κρύψουμε)
Δε βγαίνει το πανί βρακί
(1938)
Όταν συλλογίζεται κανείς το αμφίβολλον αποτέλεσμα μιάς πράξεως
Απού τ' αγκάθι ρόδο βγαίνει, κι' από το ρόδ' αγκάθι
(1938)
Παιδιά καλών γονέων γίνονται κακά, και το αντίθετο
Η παληά κόττα έχει το ζουμί
(1937)
Άσπρο είναι το χιόν' άμα το πατούνα ούλ'
(1936)
Ερμηνεία: Όλα τα καλά πράγματα δεν έχουν την αρμόζουσα σ' αυτά θέση
Ο Θεός πέμπει την αρρώστεια με το τσουβάλι, και με τη βελόνα τήνε παίρνει
(1938)
Η αρρώστεια έρχεται μαζεμένη, δηλ. απότομα, και σιγά-σιγά γίνεται ο άρρωστος καλά
Τ' αλεπλή και τ' Αλμαλή κι του κουμπουρλάρ μαζί
(1938)
Την έλεγαν συνήθης οι αγωγιάται, όταν ήθελαν να ειπούν οτι πρόκειται περί ασήμαντων πραγμάτων. Τα τρία ταύτα μικρά ελληνικά χωριά είσαν εις τον κάμπον της Θράκης, κατοικούμενα από γεωργούς λεγόμενους περιφρονητικώς “κουτσουράδες”
Νε σκόρδου έφαγιν νε σκουρδές βρουμάει
(1939)
Ερμηνεία: Επί αδιαντρόπουν, όστις έχει κάνει μιαν κακήν πράξειν και δεν δίδει ουδεμίαν σημασίαν
Δεν εταιργιάσανε τ' άστρα ντως
(1938)
Δεν συμφωνούν οι χαρακτήρες τους
Ούτε σκόρδο έφαγε ούτε σκορδιές μυρίζει
(1937)
Προσποιείται ότι δεν ξέρει τίποτε
Τ' Απρίλλη μέρες ζύμωνε τσ' αν έχης στράτες πήαινε
(1934)
Κατά τον Απρίλιον αι ημέραι έχουν ήδη τόσον μεγαλώσει ώστε να έχη η οικοδέσποινα καιρόν να ζυμώση το πρωί, να υπάγη εις μακρινάς εργασίας και πάλιν να επιστρέψη εγκαίρως δια το πλάσιμον και ψήσιμον των ψωμιών
Από πίττα που δεν τρως τι σε μέλλει κιάν καή
(1939)
Μήν ενδιαφέρεσαι για πράματα που δεν έχεις συμφέρον
Τί κάνετε έτσι σαν αρκουδόγυφτοι
(1936)
Επί ακαταστασίας
Άλλο γάιδαρον κι θα έχ' να κοτζέυ
(1939)
Δε θάχει πια άλλον γάιδαρο για να μπορέσει να μετακομίσει, θα χάσει τον προστάτη του και τα μέσα που διαθέτει
Εγώ ντο είχα επούλτσα – το και άλλο κι΄αγοράζω
(1939)
Εγώ ό,τι είχα το πούλησα και δεν αγοράζω πια τίποτε. Λέγεται με κάποια μελαγχολική διάθεση από ηλικιωμένους, που είδαν κι΄επέρασαν πολλά και δεν τους έμεινε πια περιθώριο για απολαύσεις στη ζωή. Επίσης και ειρωνικά στους ...
Τ' άσπρα, άστρα κατηβάζ'νε
(1939)
Ερμηνεία: Τα γρόσια - τα χρήματα – άστρα κατεβάζουνε
Άμον αγρόμηλον κοκκύμελον
(1939)
Σαν άγριο κορόμηλο. Πολύ νέα, όμορφη και ροδαλή, μα ιδιότροπη και στρυφνή
Κουτουρνού 'κ' έν' , χράν 'κ' έχ' !
(1939)
Κίτρινη δέν είναι, θωριά δεν έχει. Ειρωνία γιά κείνους πού αρνούνται μιάν ολοφάνερη αλήθεια. Ανάλογο μέ τό: Δέν είναι Γιάννης είναι Γιαννάκης
Ο ουρανός τσ' η γη 'μόσα ποτέ κακό να μηγ γένη, τσ' αγ γενή να μη κρυφτή
(1935)
Μόσα = ώμοσαν, ωρκίσθησαν, συνεφώνησαν δι' όρκου
Τσά τρώεις μιά, δυό, τρεις, θυμού τσαί της Παρασκής
(1934)
Εις το καλόν τέλος των πραγμάτων δέον να αποβλέπη τις, καθώς π.χ. Πρέπει να μην εξοδεύη τις τους άρτους της εβδομάδος ασυνέτως διά να μη του λειφθήν την παραμονήν του νέου ζυμώματος, την Παρασκευήν. (Ως γνωστόν οι χωρικοί ...
Απού τα καλά μαζούμενα παίρν' ο διάουλους τα μ' σά κι απ' τα κακά τα παίρν' όλα κι αυτόν αντάμα
(1939)
Ερμηνεία: Επί εκείνου που αδικεί, όστις χάνεται και αυτός πολλάκις
Άσπρον έν το χόν σο βουνόν οι σκυλ' καταπατούν-α, μαύρον εν το γαρύφαλον, πουλούν-α με το τράμιν
(1939)
Για να πειράξουν τις ξανθές και να κολακέψουν τις μελαχροινές λέγανε το δίστιχο
Η Βαρβάρα βαρβαρίζει και ο Σάββας σαβανώνει κι' ο Νικόλας περαχώνει
(1934)
Η σημασία των λέξεων αυτών, αι οποίαι βεβιασμένως ετέθησαν χάριν παρηχήσεως είναι περίπου ότι από της 4ης μέχρι της 6ης Δεκεμβρίου επικρατεί ψύχος δριμύ και πίπτει άφθονος χιών. Και η επομένη παροιμία εκφράζει εικονικώς ...
Θέλω να σύρω λεβεντιά και καταντιά δεν έχω. Μου λείπ' η σέλλα του βρακιού, τα δυό τα πηδουνάρια!
(1931)
Ειρωνικόν δίστιχον δια τους οιηματίας, δια τους υπέρ την αξίαν των επιδεικνυομένους
Ο δάβολον άλλο δουλείαν 'κ' είχεν, τα παιδία 'τ' εσυνεσέβεν
(1931)
Ο διάβολος άλλη δουλειά δεν είχε και τα 'βαλε με τα παιδιά του. Σαντ. Χαλδ. Επί αέργου ασχολουμένου είς πράγματα απρεπή και οχληρά είς τους άλλους. Παραλλαγαί: “Ο δάβολον δουλείαν κ' είχεν, ετζούμπιζεν τα παιδία 'τ'” ...
Ο αρσούης επέθανεν κι' ο κώλος ατ' μαστίχαν εμάσανεν
(1939)
Ο ιδιότροπος και φορτικός πέθανε κι ο κώλος του μασούσε μαστίχη. Για τους σκληροτράχηλους που κι όταν πεθαίνουν ακόμα, τ' αποτελέσματα της κακίας τους εξακολουθούν να είναι φανερά. Επίσης και για τους ιδιότροπους κ' ...
Ήντσαν τρέχ' στην αρχοντίαν συγερά την εφτωχίαν
(1939)
Όποιος τρέχει στην αρχοντιά, γερνάει με τη φτώχεια
Χίλια κλήματα, δέκα σταφύλια
(1937)
Μην τάξης στον άγιο κερί και του παιδιού κουλούρα
(1939)
Αυτοί ο,τι τους τάξης το θέλουν
Μπούρδες αυγά δεν βάφονται
(1937)
Παλούκ' απ' dον φράχτ'
(1930)
Άνθρωπος τελείως άξεστος
Βράζ' τα καζάνια μ'
(1930)
Βράζει μέσα η ψυχή μου, ορκίζομαι
Τάγζι d' στραβή d' κουρούνα ν' ανοίξει τα μάτια τς, να βγάλ' τα θκά σ'
(1930)
Λέγεται περί αχάριστων, οι οποίοι εκακοποίησαν τους ευεργέτας των.
Παπά παιδί, διαόλου αγγόνι
(1937)
Παππά παιδί διαόλου αγγόνι
(1938)
Ζαντού ψωμίν ση γνωστικού την κοιλίαν
(1939)
Ζαντός = Τρελλός
Η νύχτα κι η αυγή βοηθούν τη μοναχή
(1939)
Η νοικοκυρά πρέπει να κάμνη νυχτέρυ για να τα βγάλη πέρα
Μήλου να ερίχνις δεν έπιφτιν
(1939)
Ερμηνεία: Επί συρροής πολλών ατόμων
Δκυό jαμπαζήες, πάνω σ' ένασ jhοινίν έχ χορεύγκουν
(1930)
Επί απαταιώνων, αγύρτων ή πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι δύναται να καταλήξουν εις συμφωνίαν, διότι δεν δύνανται ν' απατήσουν ο εις τον άλλον'. Τζιαμπαζήδες = μεσίται προς διαπραγμάτευσιν αγοραπωλησίας ζώων'
Όμορφομ μωρόσ στησ σούσαν, άνοστοσ στηγ γειτονιάν
(1931)
Όμορφο μωρό στην κούνια, άσκημο στη γειτονιά
Εδέβασεν το νερόν αφκά – τ' ατ'
(1939)
Του πέρασε το νερό από κάτω του
Κάθε νιος να δράμη θέλει
(1934)
Η νεότης υπόκειται εις σφάλματα
Εκδιάλεξετ (τ) εποδκιάλεξετ (τ)αι πάλε έπκιασεν το σειρόττερον
(1930)
Ποδκιαλέω = εκλέγω εκ των υπολειμμάτων μετά προηγουμένων εκλογήν, επανεκλέγω