Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 873
Πώς πάν οι στραβοί στον Άδη; Ο ένας κοντά στον άλλο
(1936)
Για όσους είναι άβουλοι και κάνουν τυφλά ό,τι κι' οι άλλοι
Τον άρρωστο ρωτάνε
(1938)
Δηλαδή, μόνον ο άρρωστος πιθανόν να έχη ανορεξία και όταν του προσφερθή κάτι να το αρνηθή. Λέγεται επί μη αμφισβητουμένης αποδοχής επί τη προσφορά φαγωσίμου άλλου τινός πράγματος
Μ' όλα τ' αγκάθια μάλωνε, κι απού τσ' ακνίδες λείπε
(1938)
Με τους ισχυρούς μην τα βάζης
Όσο θέλεις δούλευε κι όσο θέλει ο Θεός θα σου δώση
(1939)
Άμα δε θέλει ο Θεός δεν προοδεύεις
Απ' αστραπή κι από βροντή, κι από νερό και χιόνι κι από καΐρην άνθρωπο, ο Θεός να σε γλυτώση
(1938)
Καΐρην = φιλάργυρος
Δε θέλει να με δή στ' άστρο ντου
(1938)
Με μισεί παρά πολύ
Όπου και να πάη τον κώλο του μαζί τον παίρνει
(1939)
Όπου κάν πάη ίδιος είναι
Δέν είναι φαντάρος, είναι στρατιώτης!
(1939)
Όμοιον τω “δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης
Αρχοντιές κ' οι λίμπις άδειες
(1939)
Περί των υψηλά φρονούντων αλλά στερουμένων και αυτού του επιουσίου
Λιόντα φωνή δέν άκουσες, μηδέ νά τήν ακούσης
(1937)
Λιόντα = λιοντάρι
Ακάλεστως γάιδαροςστο γάμο, ίντα γυρεύει
(1938)
Άμα δε σε καλέσουνε κάπου, να μην πηγαίνης
Ακόμα δεν καβαλλίκηψις μην ταράϊζ' τα πουδάργια
(1939)
Ερμηνεία: Επί υπερβολικώς αισιοδοξούντος
Χειμωνιάτικη γέννα καλοκαιρινή χαρά
(1934)
Με την παροιμίαν αυτή υποδηλούται ότι όταν τα Χριστούγεννα είναι χειμών δρυμής το θέρος θα είναι ευάρεστον
Τρείς τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξη το Μεγάλο Πάσχα
(1934)
Με την παροιμίαν αυτή ορίζονται αι ημέραι αργίας αι οποίαι δικαιολογούνται κατά τα εορτάς ταύτας
Σα δεν αδειάση η μιά σακκούλα μέσ' στην άλλη έν αρχοντίν'ς
(1935)
Αρχοντίν'ς=δεν αρχονταίνεις
Άσπρου είν' κι του χιόν' αλλά του χέζ'ν κι τα σκλλιά
(1939)
Ερμηνεία: Επί εκείνων που καυχώνται δι ανάξια λόγου
Άσπρα γρόσια για μαύρες μέρες
(1939)
Επί εκείνων που εξοικονομούν κάτι τι διά να το έχουν εν καιρώ ανάγκης
Έππεσαν τ' άστρα κι εφάαν τα οι χοίροι
(1932)
Ξεπεσμός αριστοκρατίας
Το τσανό ασό μεθυσμένο φοβήθεν
(1938)
Το τσανό = ο τρελλός
Η ζουρλαμάρα δεν πάει στα βουνά
(1937)
Ζουρλαμάρα=τρέλλα
Πόσους πεθαμένους βλέπω στου αρρώστου το κεφάλι!
(1936)
Γλυτώνει ο άρρωστος, πεθαίνουν αυτοί που παραστέκουν
Μήτε τ' αγίου κηρί, μήτε του παιδιού κουλούρ'
(1939)
Μην τ'αξης μιαν τάξη πρέπει να το δώσης
Δέν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης
(1936)
Ειρωνικά, γιά όσους παίρνουν ως διαφορετικά τα όμοια
Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα
(1937)
Ανάμεσα σέ δυό δύσκολες θέσεις
Το καλό αρνί βυζαίνει δεκαοχτώ μανάδες και το κακό ούτε τη μάνα του
(1939)
Ο καλός έχει πολλούς φίλους
Έχεις γρόσια ; έχεις γλώσσα
(1938)
Ο πλούσιος μπορεί και μιλεί ελεύθερα
Ωσάν δεν είσ' από γενιά, πως θα συ πρέπ' η αρχοντιά;
(1938)
Γενιά=η κληρονομική ευγένεια
Άστραψεν ο Βασιλιάτης τζιαί μουγκάρισεν ο (W) σοιρός ες ει νερά
(1939)
Βασιλειάτης είναι τοποθεσία της παραλίας Βασίλειας (Κερήνεια) και σοίρος βράχος εις την θάλασσα ΒΑ του Καραβά
Που ρίχνει πέτρα στ' αναγκαίο θα πιτσιλιστή
(1938)
Αναγκαίο=Αποχωρητήριο
Και τα ορφανά 'ρφανίζονται για να κακοπεράσουν
(1938)
Το λεν όταν πάρη ο χηρεμένος μητριά στα παιδιά του και αυτή τα βασανίζει
Τ' αγίου το τεφτέρι είναι μεγάλο
(1939)
Και γράφει δηλαδή τα ταξίματα και τα περιμένει
Των ατζιγγάνω η κακιά αποσπέρας ως ταχιά
(1938)
Για ανθρώπους πυ μαλλώνουνε, και φιλιώνουν πάλιν αμέσως
Χίλια μαύρα, ένα άσπρο
(1939)
Οταν πάθη κανείς καμιά ζημιά, χίλια λόγια να πη, ένα άσπρο αξίζει. Το άσπρο είναι το τρίτο του παρά
Ασθενής και οδοιπόρος νόμου ούκ έχει
(1938)
Ο άρρωστος και ο ταξιδιώτης δεν κρατούν νηστεία. Ιδίως στις Σαρακοστές
Από σιανόν ποταμό, μακρυά τα ρούχά σου
(1937)
Σιανόν ή σιγανόν
Ποιός ρωτάει τη Φατμέ, πότε γένεται μπαϊράμι
(1938)
Φατμέ = όνομα τουρκισσας κατωτάτης καταγωγής
Το πείσμα βγάζει πρήσμα
(1938)
Παρά τυροπάππουλα γκι όξω ο κώλος, κάλγκιον της κερατιάς ο φλόμος και μέσα ο κώλος
(1932)
Τα λέει ο ποντικός που πιάστηκε στην παγίδα και βγήκε ο πάτος του
Όπου πάει η τσουλπαπούτσ' του κώλο ντου μαζί τον παίρνει
(1939)
Ο κακός πάντα είν' ο ίδιος
Δέν είναι Γιάννης, Γιαννάκης
(1939)
Τό λέν σέ κείνο πού λέει τό ίδιο πράμα μέ άλλο τρόπο
Στον ατζαμή dυχαίνει το ψάρι
(1934)
Ο αδέξιος έχει πολλάκις εκείνα, άτινα στερείται ο ικανός, ο επιδέξιος, ο κατάλληλος
Ανεσκειούνταν τα κρεββάττ'ια αρκοντοκουννίσματά του
(1932)
Μεγαλεία ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός
Έππεσαν τ' άστρα κι εφάαν τα οι χοίροι
(1932)
Υποτίμηση της αριστοκρατίας
Δείρ' του τ' αρχουντόπουλου ή μη του μαγαρίης
(1939)
Επί των επιχειρούντων τι, αλλ' ελλιπής εκετελούντων ή φαινομένων φειδωλών περί την δαπάνην
Οι ασφεντυλίες δεν κάνουν μεσοδόκια, παρά τα κυπαρίσσια
(1938)
Λέγεται για κείνους που δεν είναι άξιοι για σπουδάια πράγματα
Η αρρώστεια έρκεται με το σακκί και φεύγει με το δράμι
(1939)
Για όσους αργούν να θεραπευθούν από μιαν αρρώστεια
Αρρωστοφαγιά, κατεβασιά της πείνας
(1931)
Για κείνους που προσποιούνται τον άρρωστο, για να φάνε κανένα καλό φαγητό
Δε σμίγει τ' άστρον τώνε
(1938)
Δεν χωνεύονται και μαλώνουν
Τ' αρχόντου ο πετεινός γεννά
(1931)
Επί πλουσίου ευνοουμένου υπό της τύχης
Γλυκό ν' το γάλα το τυρί, πικρό το νυχτοσκάρι
(1938)
Έτσι το λένε οι τσοπάνηδες, γιατί μένουν την νύχτα άγρυπνοι
Τα dόνε κάμ' τον άρρωστο, πέdε δράμια λάχανο! [ή: ... πέντε βούκς λάχανο!]
(1938)
Περί ολίγης τροφής διδομένης εις άνθρωπον υγιή και εύρωστον
Τ' ασεβού τον βίον ο δάβολον τρώει άτο
(1931)
Του ασεβή την περιουσία ο διάβολος την τρώγει
Ο ήλεν είνας έν', άμα όλεν τον κόσμον κανείται
(1931)
Ένας είναι ο ήλιος, αλλά για όλο τον κόσμο αρκεί. Σαντ. Χαλδ. Επί υιού μονογενούς, κατλα πάντα καλού.
Άσπρο κι στρογγ'λό, κι του γεννάει κι η κόττα
(1938)
Ερμηνεία: Διά κάτι το οποίον εκαλύπτετο δήθεν, αλλά ήτο καταφανές
Άμαν στράφτ' η Σκοτεινή εν ούλον νερά
(1939)
Σκοτεινή είναι τ' όνομα μιας τοποθεσίας ανατολικά του χωριού Φτέρυχα της επαρχείας της Κερύνειας
Οπόταν ποις με κι αρρωστώ, τ' αρρωστικά σ' 'κι θέλω
(1931)
Όταν με κάνης κι αρρωστώ, δε θέλω τ' αρρωστικά σου.
Την τσιγγάνα την κάνουν βασίλισσα και πάλι ζήτησε το ντουρβά της
(1938)
Το λεν για κείνους πυ νοσταλγούν τα παληά τους έστω και χειρότερα
Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος
(1938)
Ερμηνεία: κι οι δυό είναι ίσα
Ό,τι βρέξη ας κατεβάση
(1930)
Λέγεται όταν αναμένη τις κάτι με οιονδήποτε τρόπον
Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ούκ έχει
(1936)
Αυτή την παροιμία στο Αυδήμι την συνήθιζαν όταν ήταν Σαρακοστή και ήθελαν να προτρέψουν ένα μουσαφίρη να φάγη αρτήσιμα, αδιάφορο αν ο μουσαφίρης δεν ήταν ούτε οδοιπόρος ούτε καν ξένος παρά ένας γείτονας ή συγγενής τους ... ...
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1931)
Επί της παντοδυναμίας του χρήματος
Όθεν είμαι κι όθεν ΄κ΄είμαι, πάντα έχ΄νε με και στέκ΄νε
(1931)
Όπου είμαι κι όπου δεν είμαι, πάντοτε τα ΄χουν μαζί μου
Όθεν γάμος κι ατός παρανύφ'σσα
(1931)
Όπου γάμος κι αυτός παράνηφυ
Μάνισ' ο λαγός και το βουνό χαμπάρ' δεν έχει
(1939)
Το λεν όταν ένας θυμώνει σε κάποιο χωρίς αυτός να ξέρη τίποτε
Η Θεός φτωχά κι' ορφανά κάμιν', άμοιρα δι gάμιν'
(1938)
Ελέγετο όταν εμάνθανον περί της αποκαταστάσεως πτωχού και απροστατεύτου τινός παιδιού
Όντας κλωτσιούνται τ' άλογα αλλοιά από τα γομάρια
(1938)
Όταν πιάνονται οι μεγάλοι, αλλοιά πο τους μικρούς
Κι ο άσπρος σκύλλος στο παμπούκ παζάρι κι αυτός ζημιά είνε
(1937)
Παζάρι = το βαμβακοπάζαρο