Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 11736
Πατώ ποδάρι
(1930)
Επιμένω
Του πήρ' αρτσιβούρτσι
(1939)
Κάθ' αρχή κι δύσκουλ'
(1939)
Το αίμα νερό δε γίνεται
(1930)
Η συγγένεια δεν λησμονείται
Έχεις γρόσα έχεις γλώσσα
(1939)
Λογαριασμός αγιασμός
(1938)
Όταν γίνη ο λογαριασμός είσαι ήσυχος
Δανεικά τα παξιμάδια
(1937)
Τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα
(1937)
Λογαριασμός είν' αγιασμός
(1937)
Γιέναν ταλάς μελίς
(1938)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αργεί ο Θεός, σκάει ο φτωχός
(1930)
Αγέρα κοπανίζει
(1937)
Πολλά μεγάλες τσι κόβγεις
(1937)
Ερμηνεία: Λες μεγάλα ψέματα
Κάθε πρώτο και δύσκολο
(1939)
Βάλτα με το Θεό!
(1936)
Μέσ' στην πήττα πάτησες
(1937)
Ας αϊ Γιώργη το σουγκάτο (σφουγγάτο) παλαλού γιένεν (εκόστισε ακριβά)
(1937)
Επί των δαπανούντων πολλά ευτελή πράγματα
Χειμωνιάτικη γέννα καλοκαιρινή χαρά
(1934)
Με την παροιμίαν αυτή υποδηλούται ότι όταν τα Χριστούγεννα είναι χειμών δρυμής το θέρος θα είναι ευάρεστον
Το ξύλο δεν κόβεται μονομιάς με το μανάρι
(1935)
Μανάρι = τσεκούρι
Τρείς τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξη το Μεγάλο Πάσχα
(1934)
Με την παροιμίαν αυτή ορίζονται αι ημέραι αργίας αι οποίαι δικαιολογούνται κατά τα εορτάς ταύτας
Μουτσούνα αγιοβασιλιάτικη
(1937)
Σημείωση: Από το έθιμον των μεταμφιέσεων κατά την 1ην του έτους (Ρογκατσάρια)...
Εγώ λέγω καλημέρα, κ' ικείνο, σπέρνω πολλά (φασόλια)
(1938)
Ερμηνεία: Επί των λεγόντων άλλα αντί άλλων
Αν αρτυθώ, να φάω αρνί
(1938)
Αν κάμω καμμιά πράξη, είτε καλή, είτε κακή ναν' τουλάχιστον μεγάλη
Ασκημέ μου φέρε να φάμε κι ομορφέ μου που θα το βρούμε
(1938)
Πρτοτιμώτερο να παίρνει καμμιά πλούσια και ας είναι άσκημος
Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα
(1937)
Ανάμεσα σέ δυό δύσκολες θέσεις
Τ' αλεπλή και τ' Αλμαλή κι του κουμπουρλάρ μαζί
(1938)
Την έλεγαν συνήθης οι αγωγιάται, όταν ήθελαν να ειπούν οτι πρόκειται περί ασήμαντων πραγμάτων. Τα τρία ταύτα μικρά ελληνικά χωριά είσαν εις τον κάμπον της Θράκης, κατοικούμενα από γεωργούς λεγόμενους περιφρονητικώς “κουτσουράδες”
Από πίττα που δεν τρως τι σε μέλλει κιάν καή
(1939)
Μήν ενδιαφέρεσαι για πράματα που δεν έχεις συμφέρον
Ν' απλώνης τα ποδάρια σου ίσαμε το πάπλωμά σου
(1937)
Ερμηνεία: Μην κάνης πάρα πάνω από τη δυναμή σου
Άσκημέ μου φέρε να φάμε. Τσ' όμορφε μου! Πύντα τσείνα;
(1934)
Άσχημος σύζυγος αλλά πλούσιος προτιμητέος του ωραίου αλλ΄απόρου
Τ' άι Νικολοβάρβαρα οι τοίχοι 'δρώνουν μα στα φωτοκάλανδρα αποξυλώνουν
(1934)
Φωτοκάλανδρα λέγονται αι δώδεκα ημέραι (δωδεκάημερα) Χριστουγέννων μέχρι των Θεοφανείων
Απ' αστραπή κι από βροντή, κι από νερό και χιόνι κι από καΐρην άνθρωπο, ο Θεός να σε γλυτώση
(1938)
Καΐρην = φιλάργυρος
Όπου και να πάη τον κώλο του μαζί τον παίρνει
(1939)
Όπου κάν πάη ίδιος είναι
Πόσους πεθαμένους βλέπω στου αρρώστου το κεφάλι!
(1936)
Γλυτώνει ο άρρωστος, πεθαίνουν αυτοί που παραστέκουν
Μήτε τ' αγίου κηρί, μήτε του παιδιού κουλούρ'
(1939)
Μην τ'αξης μιαν τάξη πρέπει να το δώσης
Τ' αγίου το τεφτέρι είναι μεγάλο
(1939)
Και γράφει δηλαδή τα ταξίματα και τα περιμένει
Όπου πάει η τσουλπαπούτσ' του κώλο ντου μαζί τον παίρνει
(1939)
Ο κακός πάντα είν' ο ίδιος
Η αρρώστεια έρκεται με το σακκί και φεύγει με το δράμι
(1939)
Για όσους αργούν να θεραπευθούν από μιαν αρρώστεια
Όπου τσ' αν υπάη το πουλλί, τοκ κώλοτ του κραεί το
(1934)
Η αλλαγή του τόπου ή των συνθηκών της ζωής μας δεν μεταβάλλει και τας παλαιάς συνηθείας
Άμον αγρόμηλον κοκκύμελον
(1939)
Σαν άγριο κορόμηλο. Πολύ νέα, όμορφη και ροδαλή, μα ιδιότροπη και στρυφνή
Πέντε μήνες δυο αδράχτια, πότι τα 'γνισ' η καημέν'
(1939)
Ερμηνεία: Επί εκείνων, ως ειρωνικώς, που είναι αδέξιοι και οκνηροί
Ασημώνας (ασημένιο) ψαλίδ' τσιγκανιού το μαχαλά (εις την συνοικίαν των αθιγγανών δε πουλιέται
(1938)
Κάθε πράγμα στην καάλληλον θέσιν έχει αξία
Μήτε γλυκύς και φάσι σε μήτε πικρός και ριξούσι σε συγκεραστός σην το κρασί να σ' αγαπά ο κούμης
(1937)
Ερμηνεία: Ποτί νη μην είσαι των άιτηρων
Το τσινιάρικον μουλάρι σε παραχωριό πουλιέται
(1937)
Λέγεται για τους κακούς που δεν μπορούν να παντρευτούν στοχωριό τους η παντρεύονται αλλού
Αν δεν εχοντρόβρεξε θα λιανοψιχάλισε
(1937)
Λέγεται περί διαδόσεων, τας οποίας ο εις των συνομιλητών προσπαθεί ν' αναιρέση, ενώ ο έτερος επιμένει να παραδέχεται την ύπαρξιν των γεγονότων υπό ελαφροτέραν μορφήν
Απου πεινα ψωμιά θωρεί κι' απου διψά πηγάδια
(1938)
Εκείνο που επιθυμεί κανείς, το βλέπει εις στον ύπνο του
Όλοι τα σκιστά φορούν, ποιος να βόσκη τ΄ άλογα;
(1938)
Το λεν για κείνους που κάνουν πράματα που δεν τους ταιριάζουν
Κάλλιο 'γω που δε μιλώ να κερδίσω το γαμπρό
(1939)
Το λεν ειρωνικά όταν κάποιος τηρή μεγάλη σιωπή
Ο Θεός αν ήκαμεν ορφανά εν ήκαμε τσαι κακόμοιρα
(1935)
Ήτοι ο Θεός προστατεύει τα ορφανά ώστε να μην ατυχώσιν επί πλέον
Έναπ παιϊ εν αρφανεύγ' από πατέρα
(1935)
Δηλαδή, η στέρησις κυρίως της μητρός και ουχί του πατρός είναι η αληθινή ορφάνια
Ορφανό αρνί και κόσκινο κγουϊρούχμε; (κι ουρά σαν το κόσκινο;)
(1938)
Επί του ασυμβιβάστου της πολυτελείας προς την πενίαν
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
(1930)
Επί των μη κατορθούντων να φέρουν εις πέρας έργον ή υπόθεσιν τινα δι' έλλειψιν ή στέρησιν ασημάντου πράγματος, αλλ' απαραιτήτου
Βάλε το καρυδόφυλλο και φάε την εβδομάδα
(1938)
Μια εβομάδα μετά την πεντηκοστή είναι η αποκριά, δηλ. Πρώην πασχαλινή μια βδομάδα από μη άμα βάλουν το καρυδόφυλλο
Τσίdα – φούdα και τάσπρα πόυdαν
(1931)
Λέγεται για τους περήφανους
Πλειότερο ψωμί τρώγεται με το λάδι (ομόνοια) παρά με το ξύδι (γκρίνιες)
(1930)
Παρεμφερής μέλι
Μαλώνουμε, συνυφάδα; Στα νύχια στέκουμαι
(1939)
Όταν δυό είναι έτοιμοι για καυγά
Κάθ' αρνί από το ποδαράκι του
(1938)
Ερμηνεία: Καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του