Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11701-11736 από 11736
Ποιός σου 'βγαλε το μάτι σου; Ο αδερφός μου. Λέει Για κειονά σου το βγαλε ετσά βαθειά!
(1938)
Όσο μεγάλη είναι η αγάπη μεταξύ των αδερφών τόσο μεγάλο είναι κατόπιν και το μίσος
Η τσούνα αν κι λαΐζ τ' ουδάρ'ν ατ' ς, ο σκύλον κι σουμών
(1939)
Η σκύλα αν δεν κουνήσει την ουρά της ο σκύλος δεν πλησιάζει
Ο Γάνδι και η Χώρα και το μισό τ' Αυδήμ'
(1937)
Την έλεγαν χαριεντιζόμενοι. Υπάρχει δ' ευρύτατη διάδοση ότι ένα δεσπότη αφώρισε τα χωριά αυτά. Μερική μη Γανοχωρίτες, αποδίδουν τον αφορισμό εις την ελευθερία που είχαν μεταξύ τους οι αρραβωνιασμένοι εις τα χωρία αυτά. ...
Μί τον ήλιο τα βγάζουμε με τον ήλιο τα βάζουμε. Τ' έχ' να τα έρμα κι ψοφούνα;
(1939)
Περί των οκνηρώμ ανθρώπων οι οποίοι δεν εγνώριχον την αιτίαν της πενίας και της δυσπραγίας των. Κυρίολεκτικής πρόκειται περί ποιμένων οι οποίοι πολύ μετά την ανατολήν του ήλιου ωδηγούν τα πρόβατα εις βοσκήν και πολύ προ ...
Κόψε πίρνο κάμ' Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, ανεν πής και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψης κάνει
(1938)
Τα δένδρα αυτά παρομοιάζονται με ανθρώπους, ιδίως ισχυρογνώμονας και ανοήτους
Ά να φέξη κι να διούμε, τίνος μάννα κολυμbούμε
(1936)
Την έλεγαν για πράγματα που δεν ήταν γνωστό πότε θα ήταν το τελοσπάντων.. Κάποτε μια νιόπαντρη δεν ήθελε την πεθερά της να κατοική στο σπίτι της. Κι ο άντρας της για να την ευχαριστήση, δήθεν της υποσχέθηκε πως θα την ...
Πως τ΄ ανεβαίνουν τα βουνά και πως τα καγγελίζουν ... οι καημένοι οι φτωχοί!
(1937)
Ερμηνεία : Αυτή η ιστορία ήταν ειρωνική για τους νεοπλούτους, οι οποίοι προσποιούνταν τον λεπτεπίλεπτο και δεν μπορούσαν να βαδίσουν ανηφορικούς δρόμους και να κάνουν βαρειές δουλειές, τις οποίες όμως πριν πλουτήσουν ...
Θε να σε κάμω 'να βρακί κόκκινο και σαλένιο όποτε θέλω να το 'χω κι όποτε να το δένω
(1937)
Το έλεγαν για λογαριασμό του τρίτου, ο οποίος ήθελε να έχει υποχείριον κάποιον άλλον. Κ λέξη σαλένιο σημαίνει μάλλινο
Κ' λάει η πέτρα, αλοί στ' αυγό, κ' λάει τ' αυγό, πάλε αλοί στ' αυγό
(1938)
Ελέγετο δια τους αδυνάτους, όταν ήρχοντο εις διενέξεις με τους ισχυρούς.Οπωσδήποτε οι αδύνατοι θα ήταν οι ζημιωμένοι.Συνήθως εγένετο δια τους κρατούντας, οι οποίοι πάντοτε κατόρθωναν να φαίνωνται ότι έχουν δίκαιον.
Του παλληκαριού ξυλές, είναι 'έλια τσαι χαρές. Τσαι του 'έρου τα κανάτσια, νεροχόχλαστα σπανάτσια
(1934)
Η τραχύτης του νέου συζύγου προς την γυναίκα του (ακόμη και δαρμός) αμβλύνεται από την παλληκαριά του, ενώ αι θωπείαι του γέρου προξενούν αηδίαν
Ο Μελέτης εμελέτα τσ' ο Γληόρης εγληόρα και επήρε ο Γληγόρης του Μελέτη τηγ γυναίκα
(1934)
Ο πρώτος στίχος του κοινού διστίχου
Αν ήθε' να 'ναι τα θήμισα καλά, ήτο να κάνουν τσαί τοις γυναίτσες
(1934)
Η παροιμία αναφέρεται εις τας συχνάς διαφωνίας των συνεταιρικώς εργαζομένων. Εθήμισα = τα εξ' ημισείας κανονιζόμενα (κυρίως επί σποράς) εκ της φρ. εφ. Ημίσεος, εφημίσο, εθημίσο εναλλ. Φ – θ
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων η κόττες
(1936)
Συνηθίζεται στη Βλάστη και στα Σέρβια. Την λέγουν δε σ' εκείνους που αναμιγνύονται εις ξένα έργα και λόγω της αδαημοσύνης των αποτυγχάνουν, εκτίθενται, καταστρέφονται οικονομικώς ή ζημιώνουν ηθικώς. Στα Χάσια και στα Βέντζια ...
Εγνωριστή 'σαι αάπη μου απού το τυροξύστη
(1934)
Επί των ευκόλως προδιδόντων την κακήν διαγωγήν των από τινος μικρού μεν φαινομενικώς αλλ' ενδεικτικού ελαττώματος. Λέγ.ότι η παροιμ. Εγεννήθη εκ τινος περιστατικού γυναικός τινος, ήτις προσκαλούσα τινά να φάγη από τα ...
Χαρά στο που ΄χει στόλ Λίανο χωράφι ή στο Τσεραμί-ν αμπέλι
(1934)
Μεταφορικά η παροιμία λέγεται επί των διαθετόντων υλικά μέσα προς επικράτησιν. Πρβλ. Το γνωστόν : έχει μπάρμπα στην Κορώνη
Κάηκα, μάννα μ, κάηκα! Μ' κάηκες για, παιδί μ, άντρας σ πέθανε και δε θα καής; Όχ' και συ, 'π' τουν άνδρα μ', π' του πιττί πό 'χουν στουν γκόρφου μ
(1939)
Λέγουν ότι μιά φορά μιας γυναίκας πέθανε ο άντρας και θαμάζονταν πως να κάνη, να κλάψη τον άντρα της. Έλεγε δεν μπορώ να κλάψω; Και τι θα κάνω για να τον κλάψω; Ντρέπομαι και απ' τον κόσμο που έρχεται και βλέπει. Σηκώνεται ...
Πό θάνατο κι από βροχή ποτέ να μην παντέχεις
(1939)
Γιατί δεν ξέρεις πότε θα ενσκύψουν. Παντέχω = αναμένω, ελπίζω να. Από κει που δεν το παντέχει θα το βρεί. Δε σε πάντεχα από τώρα για (σελ. 160, 61), Η παντοχή η απαντοχή = αναμονή, η ελπίδα οτι , η ελπίδα. Συ 'σαι η παντοχή ...
Άσπρο αbά κι' μαύιρ' κάπα
(1936)
Μαυίρ=μαύρη
Απού 'τυχε ας μην ετύχαινε, τσ' απού 'λαχε, αε ήθελε μη λάχη, σε αντρούνου χωρισιά τσαί σ' ερημιά πραμάτου
(1934)
Ο χωρισμός ανδρόγυνου και η εγκατάλειψις και ερήμωσις πατρικού κτήματος είναι λυπηρόν και φευκτέον θέαμα
Ηύρε η νύφ' του γυνί πίσω σ' bόρτα
(1937)
Η παροιμία αυτή που συνηθίζονταν πολύ στο Αυδήμι, προέρχεται από την εποχή που υπήρχε γεωργία στο χωριό. Γιατί τα τελευταία χρόνια, που έλειπε ολότελα η γεωργία και συνεπώς και τα γεωργικά εργαλεία, ήταν αδύνατο να εξηγηθή ...
Τερ' το παιδί – σ' και ποίσον μικρόν βούκαν, τέρ' τον άντρα – σ' και ποίσον τρανόν βούκαν
(1939)
Κύταξε το παιδί σου και κάνε μικρή μπουκιά, κύταξε τον άντρα σου και κάνε μεγάλη μπουκιά
Το κομμάτι άφησέ το γιά την άλλη 'μέρα, τή δουλειά μή την αφήνης
(1931)
Συμβουλή όπως επιφυλάσση τις μέρος τροφίμων διά την επιούσαν μή εξαντλών άπαντα εντός της αυτής ημέρας, αλλά μή αναβάλλη τάς υποθέσεις και τάς εργασίας του εις την επαύριον όταν ήνε δυνατόν να διεκπεραιωθώσιν αυθημερόν
Κάθε σανίδι και το ρόζο του, κάθε άνθρωπος και το μαράκι του
(1931)
Έκαστος έχει τας θλίψεις του και τας στενοχωρίας του
Χέλπετ έναν ημέραν ο ήλιον κρούει σ' εμέτερα τα λαζούδα κιάν πα
(1939)
Θα δώσει, βέβαια, ο Θεός μια μέρα ο ήλιος να ιδεί και τα δικά μας τα καλαμπόκια, Θα φέξει, βέβαια, ο Θεός και για μας τους φτωχούς μια καλή μέρα. Θάρθει και μας η σειρά μας
Σύντεχνε τσ' αν εμιλούμε, συχνούριζε τηπ πίττα.
(1935)
Κάποιος σύντεκνος (κουμπάρος) επεσκέφθη άλλον σύντεκνον μυλωνά όστις έψηνε επί πλακός πίττες δια τες οποίες και περισσότερον από την κουβέντα του ενδιαφέρετο. Λέγεται επί των ανθρώπων που ζητούν κάτι επιμόνως και το ...
Οσπίτ' που κ' έχτσεν και καράν που κ' εποίκεν δεν 'κι ξέρ' ας σον κόσμον.
(1931)
Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν έκανε γάμο δεν ξέρει τίποτε από τον κόσμο.
Η οικογένεια είναι το σχολείον της κοινωνικής πείρας.
Τη bρώμια σπορά την ευλόησεν ο θεός, την έψιμη την εκάλεσεν η χρονιά.
(1930)
θέλει να πη πως πρέπει να σπέρνουνε τα γεννήματα πρώιμα. Όταν σπαρθούν πρώιμα πάντα ευδοκιμούν, όταν σπαρθούνε όψιμα, αν είναι η χρονιά καλή, αν δεν είναι βαρυχειμωνιά, τότε μονάχα μπορεί να ευδοκιμήσουν.
Τάξε τον κι ας χαίρεται, άβις τον κι ας ρέμπεται
(1931)
Επί του χαίροντος δια κενάς υποσχέσεις. Πβ. 1457.
Παραλλαγαί: "Τάξον άτον ας χαίρεται και αφ'ς άτον ας σέπεται" (άφησε τον να σέπεται)
Κερ. " Τάξον τον παλαλόν ας χαίρεται" (Τάξε του τρελλού να χαίρη) Τραπ. Χαλδ.
Τάζ' ου σκύλους τς σκύλας καρβέλια όσου να τς απουλύς' τα κόμπια!
(1937)
Γνωστόν είναι ότι το γεννητικόν όργανον του σκύλου κατά την συνουσίαν εξογκούται ["κόμπους'] κατά το μέσον, εξ' ου και το κόλλημα
Κι απέ ύστερα: Τι φουρνατζής ήτανε ου πατέρας μ'; (Ελέγει δηλ. προς την σκύλαν όταν του ...
Ο Τούρκος είνε σαν τον πούτσο. όσο τον χαϊδεύεις δυναμώνει.
(1931)
Χυδαιολογική παροιμ. δηλούσα ότι τον Τούρκον δεν πρέπει τις να περιποιήται πολύ και να του δεικνύη περισσήν ευγένειαν, διότι τον ευγενή τρόπον εκλαμβάνει ως αδυναμίαν, θρασύνεται ως εκ τούτου έτι μάλλον και καταντά ...
Ούτε τουν άγιο κηρί, ούτε το παιδί τάμα
(1939)
Ότι δεν ήτο δυνατόν να αποφύγη κανείς κάτι που θα υποσχεθή εις ένα παιδί διότι διαρκώς θα το γυρεύη. Επίσης και δια τους αγίους πρέπει να εκπληρώσουν εκείνο που θα τάξουν, διότι ο άγιος, όπως το παιδί, θέλει το τάμα του.
Σα Ρωμιός το 'δωκει σα Dούρκος το παίρν'ς
(1937)
Η ιδέα ότι οι Τούρκοι αθετούν τις υποσχέσεις των ήταν ριζωμένη στο χριστιανικο στοιχείο της Τουρκιά. Γι' αυτό όταν κανείς χάριζε κάτι σε κάποιον κι ύστερα από καιρό μετάνιωνε και το ζητούσε πίσω, για να τον συνετίση ο άλλος ...
Και πως δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι, να τρώς το μαρουλόφυλλο και κείνο δίχως ξίδι;
(1939)
Ο μύθος ευρύτατα γνωστός εις το Αυδήμιον. (Λύκος, αλεπού ή γάϊδαρος, παρατίθεται περίληψης.)
Ως παροιμία έχει την σημασίαν των συνεταιρισμών.
Να βάλουμε(ν) και τον Χασάνη Τούρκον;
(1937)
Κατά τους μαύρους χρόνους της Τουρκικής δουλείας πολλοί, ως γνωστόν, Χριστιανοί εγίνοντο δια της βίας Τούρκοι. Και κατά πρώτον ετέθει εις χρήσιν το παιδομάζωμα. Δηλ. η αρπαγή εκ των αγκαλών της οικογένειας και ο δια της ...