Αναζήτηση
Αποτελέσματα 10901-11000 από 11736
Όπ' λαλούν πουλλοί κουκόρ' αργεί να ξιμιρώσ'
(1939)
Όπου ανακατεύονται πολλοί δεν τελειώνει εύκολα η δουλειά
Ου γυιός τ' πουλυφάη όσου βρη τόσου θα φάη
(1939)
Συμβουλευτική προς οικονομίαν
Ου Θιός να σι φυλάγ' απου μουλουχτό πουτάμ'
(1939)
Περί υποκριτών
Οπόχ' πουλύ πιπέρ' βάν' κ' εις τα λάχανα
(1939)
Δια τον δαπανώντα ασκόπως
Οπου πουνεί γομαρνα φουναζ'
(1939)
Ίσως τω αρχαίω: “Όπου τις αλγεί εκεί και τον νουν έχει”
Όπ' αυτός κι του ραβδί τ'
(1939)
Ερμηνεία: Επί αστέγων
Όσα παίρ' του φκυάρ'
(1939)
Ερμηνεία: Επί πολλών ή ποταπών ύβρεων
Απ' όξου απ' το χορό ξέρ'; πολλά τραγούδια
(1936)
Ερμηνεία: Λέγουνταν για τους ανθρώπους εκείνους που τα ήξεραν όλα δήθεν και έδιναν συμβουλές και παρώτρυναν τους άλλους, χωρίς ν' αποτολμούν οι ίδιοι να κάμουν τίποτε
Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα
(1936)
Ανεμομαζώματα εννοούσαν τα αδικοκερδισμένα τα οποία και εξανεμίζουνται κακώς, όπως και αποκτήθηκαν
Όποιος είναι γλυκός, τονε τρώνε οι μυίγες
(1938)
Δια τους μαλακούς ανθρώπους, οι οποίοι με αδιαφορίαν επέτρεπον τους άλλους να τους βλάπτουν
Καινούργια γνώσ' να σ' είχα τότε!
(1938)
Ή πρώτα. Όταν μετά την συντέλεσιν των γεγονότων εσκέπτετο κανείς ωριμότερον.
Ως πού να πή δόξα Πατρό, πέφτ' η πέτρα κί τόνε βαρεί
(1939)
Δι' ανθρώπους οι οποίοι μόλις συνήρχοντο από αλλεπάλληλα ατυχήματα, πάλιν παρουσιάζοντο νέα εμπόδια και δυσκολίαι
Όπ' δε θέλι το βρόdο στα καbαναριά δι bάει
(1939)
Δι εκείνους που επεδείκνυον δυσφορίαν δια κάτι το οποίον οι ίδιοι επροκάλεσαν
Αγοράζει το σαμάρι προτού πάρει το γαιδούρι
(1937)
Νεοχώρι Ηλείας
Από τη ζέστη κι΄ από τα γρόσια κανένας δεν απέθανε
(1938)
Γρόσια=από τα πλούτη
Σαν το γύφτο με το γαϊδούρι
(1937)
Γάτος βατεύει γάτος σκούζει
(1937)
Ούτε γάτα ούτε η ζημιά της
(1937)
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
(1938)
Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε
Άναψε το λυχναρι σου, προτου να σ' εύρ' η νύχτα
(1936)
Συμβουλή για να προνοή κανείς
Πρώτα τοίχο τσ' ύστερ' αμπέλι
(1934)
Δια να φυλάττη τις το αμπέλι του απο τας ζημίας, πρέπει να το έχη τοιχογυρισμένον προ της φυτείας
Έμαθεν αξυπόλυτος και ντρέπεται παπουτσωμένος
(1939)
Γι αυτον που νοσταλγεί παλιά ζω ή χειρότερη
Είνη – ν Ανάστα ο Θεός!
(1934)
Επί μεγάλης ταραχή και θορύβου, συνέπεια διασκεδάσεως ή άλλης παρομοίου περιπτώσεως
Όμτσος 'εν εντρέπεται, ζιη τσαι καλοζιή, μόνο πως έχει κατσήν ακουή
(1934)
Επί των τρεχεδείπνων και παρασίτων, οίτινες πληρώνουν τας απολαύσεις των με την απόκτησιν κακής φήμης
Πόσα 'έντρη 'πό νερό τσαι αθρώποι 'πό διατρό
(1934)
Δένδρα και άνθρωποι μαραίνονται και θνήσκουν εξ ελλείψεως περιθάλψεως
Του κόσμου το περίπαισμα τοκ κόσμον ενεέλα
(1934)
Παρεμφερής, το αρχ. “άλλων ιατρός, αυτό έλκεσι βρύων”
Θα 'αστάξ' απού τα σύκα ίσκια με τα σταφύλια
(1934)
Επί της συντομωτάτης διάρκειας ενός πράγματος
Απάνω στο θανατικό ενέμμισε φαούι
(1934)
Ερμηνεία: Επί αλλεπαλλήλων δυστυχημάτων, ανεμμώ= φυτρώνω, φαούι (φαγούδι)= φάγουσα, φαγέδαινα
Στ' άπορο-ν αρνί τα κακά
(1934)
Εις τους φτωχούς και ταλαιπώρους τα κακά δεν έχουν τέλος
Παπά θυμίζεις με!
(1934)
Εμπήκαν τζαι τα σκατά στο πκιάτον
(1931)
Συνοδεύεται από κείμενο...
(Λεφτοπείνα, λεφτοδίψα) εγείνημ πνέμμαν
(1930)
Σημείωση: Λεφτοπεινώ = ισχναίνομαι εις πείνης και στερήσεως
Ως πότε πια φασούλια ως πότε πια κουκκιά, μαγείρεψε ένα ρίγκου ν' αλλάξω τα φαγιά
(1935)
Ρίγκου = ρέγγα
Σκαμνί πουδάρ' κι αν έσπασιν, κρανίτικου 'ς τουν τόπου
(1939)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπου, ο οποίος απώλεσε πράγμα τι και ευρίσκεται εις δύσκολον θέσιν προκειμένου να το αντικαταστήση
Σενα πρέπουν τ' άρματα τρουβάς κι δικανίκια
(1939)
Ειρωνικώς επί τελείως αναξίου
Η βέργα έχει δυο άκρες
(1938)
Όταν φοβερίζει κανείς ότι θα δείρη κάποιον του απαντά με αυτήν την παροιμία.Δηλαδή:μπορεί και ο άλλος να αρπάξη τη βέργα από την άλλη άκρη και να τον δείρει.
Ήχασα και τ' αυγά και τα καλάθια
(1938)
Για πολύ μεγάλη ζημιά.Απώλεια των πάντων.
Ο έλατος φκιάνει καί ψωμόφκυαρο, φκιάν' καί σκατόφκυαρο
(1939)
Ψωμόφκυαρο (το) = το φτυάρι μέ τό οποίο φουρνίζουν καί ξεφουρνίζουν τό ψωμί (σελ. 159, 47). Σκατόφκυαρο (το) = τό φτυάρι γιά τις ακαθαρσίες (σελ. 159, 47)
Ο έλατος φκιάνει καί ψωμόφκυαρο, φκιάν' καί σκατόφκυαρο
(1939)
Μού τό είπαν γιά γονείς, πό 'χουν καί καλά καί κακά παιδιά
Με γκαϊδόνε πλάγιασες, το πρωΐ θα γκαϊδίσεις
(1939)
Γκαϊδός, η, η = γκαβός, δηλαδή στραβός, τυφλός, αλλήθωρος, γκαϊδίζω
Πο θάνατο κι από βροχή ποτέ να μην παντέχεις
(1939)
Γιατί δεν ξέρεις πότε θα ενσκήζουν
Πως παν τα παιδιά σου κόρακα; Πέρσι περπατάγαν και φέτο μπουσουλάν
(1938)
Μπουσουλάν = περπατουν της κοιλιάς
Αν πιθάνου 'που σ'ναχ' η πανούκλα μούντζις να 'χ'
(1939)
Ερμηνεία: Επί εκείνων που καταβάλλονται από τιποτένιους εχθρούς
Θα σ' δείξου 'γω πόσ' απίδια πέρ' ου σάκκους
(1939)
Οποίαν δύναμιν έχω
Άναφ' του λυχναρ' σ' προυτου να σ' εύρ' η νύχτα
(1939)
Ερμηνεία: Επί προνοίας
Α ου είν' για τα παν' γύρια
(1939)
Ερμηνεία: Επί ανοήτου, ή επί πράγματος ελεεινής ποιότητος ή κατασκευής
Ίφιρι τουμ παρά πίσου
(1939)
Ερμηνεία: Λέγεται επί αγοράς επιτυχούς, επί ωνίου ισαξίου προς το αναλωμα
Σόδομα και Γόμορα
(1939)
Ερμηνεία: Επί κακούργων και αισχροτάτων, αυτός είνι ντιω Σόδουμα και Γόμουρα
Αν δε φας σκόρδου δε βρουμάς
(1939)
Δια τον κρυπτόμενον ένοχον
Αυτό δα είναι για να γελάη του γ'ρούν'
(1936)
Όταν κανείς έκαμνε ή έλεγε κάτι πολύ το ανόητο, που θα ήταν δυνατό να κάμη αίσθηση και να δημιουργήση σχόλια και έξω από τον κύκλο των ενδιαφερομένων
- Από πού 'σαι, κλωναράκ'(ι); - Από κείνο τό δεdράκ(ι)
(1936)
Γιά κείνους πού δέν μπορούσαν ν' αποφύγουν τίς συνέπειες τής καταγωγής τους.
Από τ' αυτί κι στου δάσκαλο
(1936)
Λέγουνταν περί της αμέσου ενέργειας, τόσο για σοβαρές περιπτώσεις όσο και για αστείες.
Καημένος (ή φτωχός) είναι ή διάβολος
(1938)
Ερμηνεία: Ίνα μη κακοτυχίζουν ανθρώπους, χωρίς να υπάρχη λόγος
Δίν' του διαβόλου φιτφά
(1938)
Φιτφά = απόφασις ιεροδικαστηρίου
Η διάβολους όταν έχ' δ' λειά, στέλιν' μιά γιργιά
(1938)
Πρόληψις
Σα με δγής, το κάμνω ψέματα, σα δε με δγής, το κάμνω αλήθεια
(1939)
Δια μερικούς που εις τα αστεία αφαιρούν κάτι από τον άλλον και εάν δεν γίνουν αντιληπτοί, το κρατούν δια λογαριασμόν των. Ελέγετο όταν εγίνετο αντιληπτός.
Σ' λουγιέται σα dου γ' ρούν π' θα gλάσ'
(1939)
Δια τα παιδιά, όταν ηρωτώντο και δεν απήντων, είτε λόγω ενοχής είτε λόγω αμηχανίας.
Καλοανείζου πλέρωνε τσαι πάλι στρέφε τσ' έπαιρε
(1934)
Πληρώνω
Στου άη Αντρέα αν δε φτάσω τα Νικολοβάρβαρα σίγουρα θ΄αράξω
(1936)
Άδηλου τόπου
Άγια Βαρβάρα βαρβαρώνει, άη Σάββας σαβανώνει κι άη Νικόλας σκάβει και χώνει
(1936)
Άδηλου τόπου
Η αρκούδα είναι μπροστά του κι' αυτός ζητάει τ' αχνάρια της
(1936)
Σημείωση: Επί τών δειλών οι οποίοι προσπαθούν νά ξεφύγουν από παρόντα κίνδυνον προσποιούμενοι ότι δέν τόν βλέπουν καί τόν αναζητούν τάχα αλλού γιά νά τόν αντιμετωπίσουν
Θρέψε λύκο τον χειμώνα να σε φάη το καλοκαίρι
(1936)
Σημ. Ο ευεργετών κακούς ανθρώπους, θα πάθη απ΄ αυτούς όταν θα καταλάβουν ότι δεν έχουν πλέον την ανάγκην του
Μπρός πίσω τα Νικολοβάρβαρα πέφτουν χιόνια βάρβαρα
(1936)
Άδηλου τόπου
Θέλει κι ο μούτσος μας καφέ!
(1938)
Το γουδί το γουδοχέρι
(1938)
Απου 'μαθε ξυπόλυτος ντρέπεται καλικωμένος
(1938)
Ο κακομαθημένος δε μπορεί να ζήση στην καλομάθηση
Σύρε με, Γιαννούλη μου και φέρε με, Κωσταντιανέ μου
(1938)
Ερμηνεία: Επί των παρελκόντων ζήτημα τι ή των παραπεμπόντων εις άλλους
Ζωντανού παραgελλιά, πεθαμέν' θελήματα
(1938)
Το λεν στις διαθήκες. Δηλαδή, ο ζωντανός μεν παραγγέλνει, αλλά άμα πεθάνη δεν την εφαρμόζουν
Εκεί που τον πονεί τρίβω
(1938)
Όταν ένας λέγη μεν ψέμματα, αλλά σύμφωνα με τον πόθο του άλλου
Πετουν οι πέρτκες
(1938)
Δηλαδή, φεύγουν τα φελιά (το ψωμί)
Τα πήρε τα πουπ' λα
(1938)
Ερμηνεία: Επί ενός που μετακομίζει
Γάϊδαρο απ' τη bλάκα και γ'ναίκα απ' τη Σκάλα
(1938)
Βλάκα = χωριό της Λήμνου (στα βόρεια)
Τα παλιά τα τσίπουρα ρακί δεν βγάζουν
(1938)
Ο γέρος δεν έχει την ικανότητα του νέου