Αναζήτηση
Αποτελέσματα 10801-10900 από 11736
Φάε σκόρδο το πρωΐ, να κάνης άντερο παχύ, τσαι κρομμύι την ημέρα, να παρ' η καρδιά σ' αέρα
(1932)
Διαιτητικαι γνώμαι των χωρικών ουχί άμοιροι και επιστημονικότητος
Α εφ φάης σκόρδο, σκόρδες δε βρομείς
(1932)
Ο ένοχος δεν δύναται να αποφύγη μέχρι τέλους την αποκάλυψιν του όσον και αν διαμαρτύρεται
Η τσούνα π' εκουταβίασεν, μαλέζ' κ' εχόρτασεν
(1939)
Η σκύλα που έκανε κουτάβια, που γεννοβόλησε, κουρκούτι δε χόρτασε
Έχουμε και σ'ν άκρ' αbέλ' και στου Τσαναξή χωριό
(1937)
Αμπέλι στων άκρα στην άκρα δεν μπορούσε να θεωρηθή αξιόλογο. Το δε Τσανακσή ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι στον κάμπο
Άρρατα κι θέματα και κουκί αμαγέρευτα
(1936)
Φαίνεται το σωστό να είναι Άρρητα και αθέμιτα, πάντως με την παροιμία αυτή εννοούσαν τις ανοησίες τα ακαταλόγιστα λόγια
Όποιος διαλέει πολύ, παίρν' τ' αποδιαλεγούδια
(1937)
Ιδίως στις παντρειές
Αφορμίτσα γύρευα, σκούντησε με κι' έπεσα
(1938)
Ερμηνεία: Διά τα παιδιά που ήσαν έτοιμα να κλάψουν και ανεξήοτυν οιανδήποτεπαραμικράν αφορμήν. Την έλεγαν όμως και διά τους μεγάλους οι οποίοι δεν ήσαν διατεθειμένοι να ανταποκριθούν εις τα υποχρεώσεις των και επροφασίζοντο ...
Πέρα βρέχ' στου Μαρμαρά χιονίζ'
(1938)
Όταν κανείς δεν αντιλαμβάνετο ότι ήσαν δι' εκείνον τα υπαινισσόμενα
Τώρα σ' ηύρα, τώρα στέκα
(1939)
Περί αμέσου απαιτήσεως εξοφλήσεως χρέους τινος ή εκτελέσεως έργου απαιτούντος χρόνον και κόπον. Ελέγετο εις διαμαρτυρίαν παρ' εκείνου που εζητείτο η εξόφλησις ή η εκτέλεσις του έργου
Εύρε να χ'ς κι δούλευε να ζής
(1939)
Περί μη δυνατής αποταμιεύσεως ικανής εκ της εργασίας
Όπου bαίνι η γήλιος δι bαίνι γιατρός
(1939)
Δια των ευεργετικήν επίδρασιν του ήλιου
Εδά στα γέρα στα λαλά, θα κάμω γιο να σ' αγαπά
(1938)
Η απόλαυσις του ποθουμένου έρχεται συνήθως πολύ αργά
Η στραβή αϊλιά την πάχνη τζη δεν ήφεγγε να θωρή, και την παρέκει ξάνοιγε
(1938)
Κέινος που δε βλέπει τα δικά του σφάλματα, αλλά κατακρίνει τους άλλους
Όπου κουτσός κι΄όπου στραβός, στον άγιο Παντελεήμο
(1938)
Ο άγιος Παντελεήμονας είναι γιατρός και όλοι οι άρρωστοι τον παρακαλούν επομένως τον ενοχλούν. Λέγεται λοιπόν για διαρκή ενόχληση
Άνθρωπος με τη γνώμη ντου μισέται κι αγαπιέται
(1938)
Οι αρετές και τα προτερήματα ελκύουν την συμπάθειαν των άλλων, ενώ τουναντίον η κακή γνώμη προκαλεί το μίσος.
Μιάν ψωργιαρά αίγα, χαλά ούλο τό κουράδι
(1938)
Ο κακός, όταν βρεθή ανάμεσα σέ καλούς συγγενείς
Τον άγιο Νούφριο μας ε κάνει
(1938)
Εκάθησε φρόνιμα αλλά φαινομενικά μόνον, γιατί κατά βάθος υποκρίνεται
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
(1938)
Όταν βρίχη κανείς ή βλασφημά τον άλλον, θα τον δείρη
Ποιός σου 'βγαλε το μάτι σου; Ο εδικός μου. Για κειονά σου το 'βγαλε ετσά βαθειά
(1938)
Όταν γεννηθλη μίσος μεταξύ των συγγενών είναι πολύ μεγάλο
Δείρε τον καλό, να γενή καλύτερος ̇ δείρε τον κακό, να γενή χειρότερος
(1938)
Και ο καλός και ο κακός δεν έχουν ανάγκη από τιμωρία για να διορθωθούν
Όπου κι ανευ του βαρώς του βουγιού, στην προβγιά θα του βαρής
(1938)
Τα ατυχήματα ενός σπιτιού ο άνθρωπος τα υφίσταται
Απού τα καλοδουλεμένα παίρν' ο διάολος τα μισά
(1938)
Ερμηνεία: Και εκείνα που αποκτά κανείς με την εργασίαν του χάνει. Πολύ περισσότερον βέβαια, όταν τα αποκτήση με αδικίες
Δάχτυλά μου, βρωμεσμένε, ανε βρωμής κι α δε βρωμής, δικός μου 'σαι
(1938)
Ο συγγενής είτε καλός, είτε κακός, δεν παύει να είναι συγγενής
Δώδεκα 'ν' οι Απόστολοι, καθαείς και το τροπάρι ντου
(1938)
Κάθε άνθρωπος έχει και δικές του ιδέες, ιδιοτροπίες
Τα πέτασις τα πλιά
(1939)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπου, ο οποίος επέρασε επικίνδυνου ασθένειαν
Δεν ήκλασε και να ντραπή, μόνο βγήκε και πανωλαδιά
(1938)
Όποιος κάμη μια κακή πράξη και έπειτα προσπαθεί να βγη αθώος, όπως το λάδι που επιπλέει στο νερό
Μήδε και κρίμα σστο γαμπρό μήδ' αδικιά στη νύφη
(1938)
Όταν και οι δυο είναι εξίσου κακοί
Που δεν κουράση γόνατα, καρδιά δε θεραπεύγει
(1938)
Τα καλά κόποις κτώνται.
Του μεσκίνη είπανε να μη φάη ψάρι: Ντα εγίνηκέ μου μεια ό,τι μου γίνηκε
(1938)
Όταν δίδουν σε κανένα συμβουλές για να τον αποτρέψουν από μια πράξη ενώ ήδη την έχει κάμει
Σα δε θέλω να σε φιλήσω, όλο σάλια σε γεμίζω
(1938)
Όποιος δεν θέλει να κάμη μια εργασία, υποκρίνεται πως την κάνει, ενώ πράγματι δεν κάνει τίποτε
Μάραθο και μάραθο γεμίζ' η γρά τον κάλαθο
(1938)
Με την επιμονή κατορθώνει κανείς τα πάντα
Ο διάολος γίδια δεν είχε και τυροβόλια μάζωνε
(1939)
τυροβόλι=το πανεράκι από βούρλα μέσ' στο οποίο φτιάνουν τις φορμαέλες, το γνωστό τυρί του Παρνασού
Κώλο δέρνεις, κώλο αφίνεις, πάλε κωλαρέντζος είναι
(1939)
Όσο κι αν παιδέψεις έναν αναίσθητο, πάλι αναίσθητος θ' απομείνη
Πουλούμι τουν ήλιον κι' αγοράζουμι το γκάζ'
(1939)
Όταν αφήνουμε και περνάει το φώς της ημέρας, χωρίς να δουλέψουμε και δουλεύουμε το βράδυ
Μάθε με κιάσε με κι όταν θέλεις πιάσε με
(1938)
Λέει η τέχνη στον άνθρωπο
Dου μαθ'μένου γλιάρ' να μη dου πης
(1930)
Ο συνηθισμένος να τρώγη ωραία φαγητά και λειχουδιές και ζητών τοιαύτα δεν πρέπει να θεωρείται λαίμαργος
Τραβά άλλους πιτσί κι' άλλους τουμάρ'
(1930)
Διαφωνούν επί οικογενείας εν τη οποία έκαστον μέλος έχει δική του γνώμη και επιμένει εις αυτήν
Η πείνα κάστρα παραδίν'
(1930)
Η πείνα είνα απροσμάχητος και παντοδύναμον κακόν
Τώρα στα γεράματα, μάθε, γέρο, γράμματα
(1939)
Η πανελλήνια αυτή παροιμία Λέγεται για να διδάξη πως δεν αλλάζουν οι έξεις και οι γνώμες και η ζωή ακόμα όταν παλιώσουν
Αλλά ρύσαι ημάς
(1939)
Εγεν' αυτό του πιδί αλλά ρύσ' ημάς (πολύ άτακτο, πολύ κακό)
Το 'πιασι σκ'νί λουρί
(1939)
Ερμηνεία: Επί των ταυτά λεγόντων και αναμασώντων
Τουν απιρναει απ' τ' βιλουνιού ν' τρύπα
(1939)
Ερμηνεία: Τον υπερτερεί κατά πολύ κατά την επιτηδειότητα και ευφυΐαν
Μαθ'μένα τα β'να που χιόνια
(1939)
όταν τις φοβερίζη άλλον δια τιμωρίαν ή δια βλάβην που πολλάκις έπαθε
Τν αρνή από το ποδάρ'
(1937)
Η λέξη άρνησι στην περίπτωση αυτή περικόπτεται και γίνεται αρνή. Και όταν ηχητικώς γίνεται αρνή = αρνί συνδιάζεται με ουσιαστικό συγκεκριμένο: το ποδάρι, το οποίο από την άκρα (αρχή), δηλ. αρνείται εξ ολοκλήρου, δεν ...
Κάθουμαι απάν στα βιλόνια
(1937)
Δηλαδή, έχω στεναχώρια και ανυπομονησία μεγάλη και ναμένω απόφαση ή κάποιον άνθρωπο, από τον οποίον εξαρτώνται ζωτικώτατα συμφεροντά μου. Λεγόνταν συνηθέστερα σε τρίτο πρόσωπο: “κάθεται απάν στα βιλόνια”
Θέλ΄ να το ΄χ το κούτελο να κατεβάζ΄ ψείρες
(1937)
Δηλαδή : ο λαός πιστεύει ότι ο άνθρωπος γίνεται ό,τι από φύση του είναι
Μεσ' σ' θάλασσα θα τ' νή β'τήξω
(1937)
Λεγόταν από τις μάννες που τα παιδιά τους τύχαινανε να ερωτευτούν κορίτσια όχι άμεπτων ηθών
Η ζούλεια νά 'ταν ψώρα θα λα γεμίσ' η χώρα
(1937)
Την έλεγαν συνήθως διά τα παιδιά, που ζήλευαν αναμεταξύ των
Σκάλες κατεβάζ' σκάλες ανεβάζ'
(1937)
Εννοείται ο Θεός, ο οποίος εξυψώνει και καταβαραθρώνει τους ανθρώπους
Ο Γάνος είναι κατηφές, η χώρα είν' ατλάζι κι αυτό το έρμο το Μηλιό στην ψείρα βράζει
(1938)
Γάνος = χωρίον Θράκης
Καργιέτ, Μαργιώ μ', έτσ' ούλες οι κοπέλλες!
(1938)
Ως ενθάρρυνσις, αστεία μάλλον
Θα σ' δείξω γω, πόσ' παράδες έχ' το γρόσ'
(1938)
Απειλή κατ' εκείνων που διέπραττον αυθαιρεσίας ή παρεβίαζον τα συμφωνηθέντα
Κοdέβ' να κάμ' το γίσωμα dούbα
(1938)
Πλησιάζει ν' αποθάνη (κοντεύει). Έλεγαν και: Έκαμε το γίσωμα dούbα. Όταν απέθνησκε κανείς. Ελέγετο μάλλον διά τους γέροντας ή αναπήρους
Κριμασταργία ολdού μέσα στα Γιάννενα
(1938)
Ολdού = έγινε
Πολλά καλά στην έρημο
(1938)
Ερμηνεία: Δια πλούτη και ευημερίαν, τα οποία υπήρχαν εις μακρυνά και απροσπέλαστα μέρη
Ο ήλιος όταν βγαίνη, εβγαίνει για πολλούς
(1930)
Ο λαός μας λέγει. Ενώ οι αρχαίοι έλεγαν : Και φαύλους καγαθούς άστυ αγνιάς οίγει
Αλωνάρης παλληκάρι
(1939)
Σέρνει ο Γιάννης τον Γιάννη κι η Γιάννενα το Γιάννη
(1938)
Οι όμοιοι κάνουν παρέα
Η πέτρα σα δε μείνη στο νερό, δεν αβρυώνει
(1938)
Σημείωση: Δεν αβρυώνει = δε γεμίζει βρύα, αβρυά = βρύα
Στα να μεσσέψ΄ο μαραγκός, ερχετ΄ο καλαφάτης
(1934)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπων επιθυμούντων την συνάντησιν και όμως μη συναντωμένων δια κακήν συνεννόησιν
Μηγ γελάσης τσαι 'ελαστής, μηκ καταϊκάσης τσαι καταϊκαστής
(1934)
Επί της ανταποδόσεως των κακών πράξεων
Τσα γλυκαθθή ο βούς, εν αποκόβγεται εύκολα
(1934)
Η κακή συνήθεια δυσκόλως καταπολεμείται
Εσού παπάς, εσού τατάς
(1931)
Ερμηνεία: Άμα διεξάγης πολλές υποθέσεις που δεν υπάγουνται στην δικαιοδοσία σου ή στην ειδικότητα σου, χωρίς να δίνης λογαριασμό σε κανένα
Πρώτα πάνε οι λαγάνες κι έπειτα τα καρβέλια
(1939)
Πολλές φορές πεθαίνουν πρωτύτερα οι νέοι και κατόπιν οι γέροι
Πότε πρόκοψ' η καημένη; Το Σαββάτο που σημαίνει
(1939)
Για τις τεμπέλες που πιάνουν δουλειά την τελευταία στιγμή
Έμαθε ξυπόλητος και ντρέπεται ντυμένος
(1939)
Το λεν σε κείνους που νοσταλγούν παλιά ζωή, έστω και χειρότερη
Άμα παντρέψης το γιο σου, τον κάνεις γείτονα
(1939)
Δεν σ' αγαπάει πια σαν πρώτα
Ήμαθα και βελονιάζω και γαμώ το μάστορή μου
(1939)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Με το δρόσο πύρι και με το πύρι δρόσο
(1939)
Ο Θεός άμα δε θέλει και φωτιά να ρίξη δεν καιει
Σε μιά κουταλιά νερό να σε βρώ, θά σε πνίξω
(1938)
Λέγει όποιος μισεί τον άλλον
Σε παίρν' στην αλεκάτ'
(1938)
Αλεκάτ' = η ρόκα
Λείψ' από το δίκιο σου, να πας αργά στο σπίτι σου
(1938)
Καμιά φορά πρέπει να μη ζητά κανείς δικαιοσύνη, για να μη βρη και τον μπελά του
Θέλει να 'ης (να έχης) λ'γάκ' προυζύμ'
(1931)
Για κάθε εργασία πρέπει για την ευδοκίμησή της να υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις
Που σι πονεί κι που σι σφάζει
(1931)
Τον αρχιναου, που σι πονεί κι που σι σφάζει. Όταν θέλουν να πουν ότι έδειραν κάποιον αλύπητα, αδιαφορώντας που τον πονεί και που τον σφάζει
Ό,τι σειέτι δε σειέτι
(1932)
Βραδυπορεί, δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό το ό,τι. Δεν πιρπατέι καθόλου ίσια ίσια ότι σειέτι
Λέπ' το λύκο κι αυτός τηράει για τον ντουρό
(1939)
Παρέβαλε το μύθο του σχολαστικού και του λέοντος. Ντουρός (Ο) = τα ίχνη των ποδιών του ανθρώπου ή των ζώων και κυρίως τα ίχνη των θηραμάτων. “Διπλώνει ντουρό, βρίσκει (χανει) ντουρό, μπαίνει στο ντουρό κλπ” Κόβουμε ντουρό ...
Ταντρόενο χολή και ταδέρφια αμάχη δε βαστούνε
(1939)
Λελ. Επ. Σελ. 172
Οι πουλλές οι μαμμές βγάν' ν του πιδί σακάτ' κον
(1939)
Όταν τι γίνεται συγχρόνως παρά πολλών ή δη κατά την γνώμην εκάστου γίνεται ατελές