Αναζήτηση
Αποτελέσματα 10101-10200 από 11736
Διολί διολί διολάκι, πάντρεψε το Μαχάκι
(1939)
Μαχάκι = Σκοπελίτικο όνομα, Μάχω, Ανδρομάχη
Τ'ν έχ' σ' κ'κιού d' gρέgα
(1937)
Δηλαδή δεν την εκτιμάει καθόλου
Πουρπατήτε, έρμα, και τι απόμκετε..., έdεκα μήνες κι' εικοσιεννιά μέρες
(1938)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Να κοσκινίζης κι να παίριν'ς
(1938)
Όταν επρόκειτο να διαλέξουν πρόσωπον, δια να το κάμουν γαμβρόν ή νύμφην. Περισσότερον όμως ελέγετο δια τους ψευδολόγους
Εγώ είμαι 'πο ξύλο κρεμάμενου
(1938)
Παραφθορά του “Επί ξύλου κρεμάμενος”
Κάθε καρυδιάς καρύδ'
(1938)
Δια να χαρακτηρίσουν τόπον και συνοικίας μεγαλουπόλεως, όπου ζούν διάφορες εθνότητες
Μας έκαψε το κρομμύδ'
(1938)
Ερμηνεία: Όταν επήρχετο συμφορά τις εις την οικογένειαν
Το Μάρτη ξύλα κρύψετε μη gάψετε τσι πάλοι
(1934)
Πάλοι = παλούκια
Μουρέ πάαινε να δης αν αλέθουν οι μύλοι
(1934)
Λέγεται όταν τις θέλη ίνα σιωπήση ο αντίπαλος
Καθαένας με τη λώλα dου
(1934)
Έκαστος με τα προτερήματα κι' ελαττώματά του
Αξιώτης (Νάξιος) άϊος κι α ένει, σκατένη δόξα θάχη
(1930)
Κατακρίνοντας του εαυτούς μας, τους συντοπίτες μας, το λέμε
Τρείς τρείς ιννιά, άδειασέ μας τη γουνιά!
(1939)
Επί ανεπιθυμήτων
Τώρα θα χουρίσ' η αίρ απ' του σ'τάρ?
(1939)
Θα διακριθή η αλήθεια από το ψεύδος, το καλόν από του κακού
Του λύκου τουν βλέπουμι τουν τουρό γυρεύουμι
(1939)
Δια πράγματα αυταπόδεκτα
Τ' φού να μην αβασκαθής
(1939)
Συχνάκις ειρωνικώς, επί των μη εχόντων τι άξιον βασκανίας
Τουν βάρ' σι κακά
(1939)
Θανατηφόρως αυτόν ετραυμάτισεν
Άξιοι κι αξαζούμενοι τρών τ' αυγκό μ μέσ' στ' άλλος
(1932)
Όπως φαίνεται δεν είναι
Το δίκλοπον το πουλλίν ας το ποδάρ' ν εθε πάντα 'ς ση σίναν εν
(1931)
Το πόδι του είναι πάντοτε στη θηλειά
Το καλόν το βίον φανερών' εκείν' εκείνο και τον σααπήν αθε
(1931)
Το καλό πράμα αναδεικνύει τον εαυτόν του και το νοικοκύρη του. Σάντ. Επί καλού ζώου
Γυρεύκει που τήμ πέτραν αφορμήν
(1931)
Ερμηνεία: Για να τσακωθή, να μαλλώση
Όγιος κόβει τα κακά ξύλα στο λόgο η πλάτη του το βρέσκει
(1938)
Περί εκείνων, οίτινες επιχειρούν δυσκόλους πράξεις και οι ίδιοι πρέπει να τα φέρουν εις πέρας
Σά δεν έχουμε ψωμί, ας φάμε το προζύμι
(1938)
Όταν είναι ανάγκη χρησιμοποιεί κανείς και πράγματα των οποίων την έλλειψιν θα αισθανθή εις το μέλλον
Θέρος, τρύγος, πόλεμος
(1938)
Κατά τον θερισμόν και τον τρυγητόν γίνεται τόση αναστάτωσις, όση και εις ένα πόλεμον
Κείνος που δουλεύει, κείνος τρώει
(1939)
Ξένοι δουλεύουν, ξένοι τρών
Κάποιον δεν τουν ήθιλαν στου χουργιό, γύρβιν κι στ' παπά του σπίτ'
(1939)
Επί αναιδούς και πλεανέκτου
Η γρά σαν πάθ' του κακό ύστερα μανταλώννη
(1939)
Επί απρονοήτου,μετά το πάθημα λαμβάνοντος φροφυλάξεις
Φτ'νά τ'ν γλύτουσι
(1939)
Προς τους εν ολίγη ζημία διαφυγόντας μέγαν κίνδυνον
Τρούχα τα δόντια σ'
(1939)
Ειρωνικώς όταν δεν θέλη τις να δώση αιτούμενόν τι
Βουλήθκ' ο νειός να πανdρευτεί και χάθηκάσι οι νύφες
(1939)
Για τους αναποφάσιστους, που μόλις αποφασίσουν να κάνουν κάτι, αποτυγχάνουν
Έτυχε να βγει ο Εβραίος στο παζάρ, και βρέθκε Σάββατο
(1939)
Λέγεται για κείνους που πρώτη και μόνη φορά επιχειρούν κάτι και αποτυγχάνουν
Κουκούτσ' δε bαραλλάζ'
(1939)
Ερμηνεία: Είναι εντελώς όμοιος
Λάδ' βρέχ', κάστανα χιουνίζ'
(1939)
Ερμηνεία: Επί αδιαφόρων και αμερίμνων
Ου λύκους του μαλλί τ' αλλάζ' κι όχ' τ' γνώμ τ'
(1939)
Δια τον ανεπίδεκτον μεταβολάς απο του κακού εις το αγαθόν
Άλλοι έκαμαν στον ήλιο κι άλλοι ηύρανε στον ίσκιο
(1938)
Το λένε όταν κληρονομούν από κάποιο πού δούλεψε πολύ
Ο βλάχος κι άρχων κι αν γενή πάλι βλαχιά μυρίζει
(1939)
Το λέν γι' αυτούς που τους μένει από παλιά συνήθεια αν και ζούν σε πιο πολιτισμένο μέρος.
Μπάρμπα που 'ναι το χωριό σου; Σαν πάμε θα το ιδής
(1939)
Μη ρωτάς ότι θα το μάθης μόνος σου.
Από Αύγουστο σεγκούναι κι' από Μάρτη καλοκαίρι
(1939)
Από τον Αύγουστο κάνει κρύο και βάζουν παλτά
Όποιος νακατώννεται με τα πίττυρα, οι χοίροι τομ μουίζουν
(1932)
Κακή συναναστροφή
Όπου ούτσ΄ έχ΄ τη νέϊσσα φιλεί τσαί την παλαίϊσσα
(1931)
Όποιος δεν έχει τη νέα φιλεί και την ηλικιωμένη
Ντό έεις, Μουράτ΄; - Ντο είχα πάντα
(1931)
Τι έχεις Μουράτη; - Ότι είχα πάντα. Χαλδ. Επί καταστάσεως μη βελτιουμένης
Ο γαμπρός εν κλεθρένεν παραστάρ'
(1931)
Ο γαμπρός είναι κληθρένιο παραστάρι, ήτοι παραστάς της θύρας εκ κλήθρας και δη άνευ αξίας
Ο Θεός κατέβκεν πουλύ χαμηλά σήμερα
(1937)
Πληρώνονται οι αμαρτίες. Οι κατάρες πιάνουν
Τ' αγγεία γενήκαν θυμιατά, και τα σκατά λιβάνια, και των απανθρώπων τα παιδιά γενήκαν καπετάνιοι
(1939)
Όταν ανέρχονται άνθρωποι που δεν αξίζουν
Άμ' ακούει ο Θεός κοράκων λόγια, θα ψοφιύσαν όλοι οι γαϊδάροι
(1939)
Το λέν σ' όσους καταριώνται
Ανεστορώ τα ζωντανά και κλαίω τα πεθαμένα
(1939)
Το λένε όταν κλαίνε δικούς των πόνους, πάνω από το φέρετρο του νεκρού
Όποιος έχει τα γένεια έχει και τα χτένια
(1939)
Καθένας θα φροντίση για τις δουλειές του
Βρούλλα μου φέρνεις, ψάθες σου κάμνω
(1939)
Ερμηνεία: Για κείνους που ζητούν από τους εργάτες των παράλογα
Δέν είνι ρούχου κόψι ράψι, μόν\ είν' σαμαρουσκούτ'
(1939)
Επί τών φειδομένων τών ευτελών καί μή ζητούντων τά τιμής άξια
Θεν έχ' ψουμί του κακουμοίρ'κου θέλ' κι τυρί
(1939)
Επί πληρούντων επουσιώδεις και πολυτελείς ανάγκας αν και δεν επαρκούν ες τα κυρίας και ουσιώδεις και απαραιτήτους
Πέ μ' ποιόν συναναστρέφισι νά σ' πώ ποιός είσι
(1939)
Γνωμικόν: περί διαγωγής
Δέν είν' γιά τα δόντια σ'
(1939)
Επί εκείνων πού δεν έχουν τα μέσα εις απόλαυσιν βαρυτίμων ορέξεων
Δεν τ' γιλά του πρόσουπου
(1939)
Επί σκυθρώπου και αυστηρού χαρακτήρος
Δεν έχ' καένα διάφουρου
(1939)
Συμφέρον, ωφέλειαν
Ποιός δι θέλ' να ζυμώσ' ούλ' μέρα κουσκ'ν'ιζ'
(1939)
Επί πών μη θελόντων να κάμουν το ζητούμενον
Πήραμι του διάουλου να του κάνουμι παπά
(1939)
Ερμηνεία: Επί του μη διορθώνοντος την κακήν διαγωγήν
Σκυλλία αγοράζ' και κατουδα πουλεί
(1931)
Σκυλλιά αγοράζει και γάτες πουλά
Ράμμαν 'ς σο βολόν' εγέντον
(1931)
Έγινε κλωστή για βελόνα
Παπαντή, γιουρτουλάρ καπαντή
(1937)
Ερμηνεία: Έλεγαν έτσι, γιατί την υπαπαντή και την επόμενη εορτή του Αγ. Συμεών (3 Φεβρ.) ετελείωσαν οι γιορτές. Οι γιορτές αυτές άρχισαν από του Αγ. Δημητρίου. Δεύτερη μεγάλη γιορτή ερχόταν των Ταξιαρχών, που στο Αυδήμι ...
Η σκάφ' είναι ζητιάνα
(1939)
Την έλεγαν αι νοικοκυραί, όταν είχαν υπόψιν των να πλύνουν ολίγα, αλλά κοντά εις το ένα έπλυναν και το άλλο και απησχολούντο πολλήν ώραν εις την εργασδίαν αυτήν, χωρίς εξ' αρχής να έχουν την πρόθεσιν
Εδώ είν' η Παράδ'σο εδώ είναι κι' η Κόλασ'
(1936)
Ερμηνεία: Το έλεγαν όταν έβλεπαν να τιμωρήται η κακία ή να αμείβεται η αρετή
Δι dο 'χω π' γερνώ, μόνε π' μαθαίνω
(1939)
Το έλεγαν συνήθως αι ηλικιωμέναι γυναίκες, όταν εμάθαιναν κανένα φαγητον ή γλύκισμα που δεν ήξευραν
Σά bνιγώ, να πνιγώ σε μεγάλ' θάλασσα
(1938)
Εσήμαινε τολμηρότητα και μεγαλοπραγμοσύνη
Ας λείπ' κι' ο καλόγερον, ας λείπ' κ' η ευχή – ατ'
(1939)
Για το καλό που είναι συνακόλουθο και με αντίστοιχο κακό, είτε από πρόσωπο προέρχεται, είτε από υποθέσεις διάφορες
Τ' έναν το χόρ' σο βούτερον και τ' άλλο σό μέλ'
(1939)
Για ευτυχία, καλοπέραση και γενικά καλοζωία, κυρίως της νύφης στο σπίτι τ' αντρός της
Έφερεν άτον σο κιφάλ απάν
(1939)
Φέρνει από τα μάτια
(1939)
Λαού βοή, Θεού οργή
(1938)
Την γενικήν κατακραυγήν θα επακολουθή οργή θεϊκή
Κρασί και οι γυναίκες ξελογιάζουν τους φρονίμους
(1938)
Κρασί (το) και οι γυναίκες ξελογιάζουν τους φρονίμους
Απρίλης θρέφει τ' άλογα τσ' ο Μάης τ' αγελάδια τσ' ο θεριστής παλιόβοιδα τα κάνει παλληκάρια
(1930)
Θεριστής = Ιούνιος
Η σκύλ' απού τη βιάση τζης τυφλά κουλούκια κάνει
(1937)
Ερμηνεία: τό λέν γιά κείνους πού βιάζονται και κάνουν κακή δουλειά
Όπ' ακούς μεγάλο τρύγος, βάστα και μικρό καλάθι
(1938)
Όπ'ακούς πολλά παινέματα δεν είναι αλήθεια
Των ακριβών τα πράματα, τα τρων οι χαροκόποι
(1938)
Ακριβός = φιλάργυρος
Η παρασθιά ντουν δεν κάνει άθο
(1938)
Δεν κάθεται οριστικά σ' ένα μέρος
Ήρθ' η αραδίτσα μ' καλ'μερίτσα μ'
(1939)
Λέγεται αστείως εις παρθένον όταν υπανδρευθείσης πρεσβυτέρας αδελφές της (έλθη η σειρά του ιδικού της γάμου)
Θα π'δήσου τάτα, να σ' ιδώ πιδί μ'
(1939)
Επί καυχομένων
Ηύρ' ου Φίλιππους τουν Ναθαναήλ
(1939)
Περί δυνδυπσμού καταλλήλου τη φύσει και διαθέσει
Άρες μάρες κουκουνάρις
(1939)
Επί των ομιλούντων άνευ σειράς και σκέψεως
Δε σφίγγ' η βίδα
(1939)
Επί χαλαρωθέντος νούς