Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 504
Σε ξένο gώλο εκατό ξυλιές
(1925)
(Τέτοιες δουλειές) δε τζοι βγάνει εύκολα σε κεφάλι
(1928)
Εξός τζάρμπιλα = κατεργάρικα να πολεμά
Σημάδια χωργιανένα, μου ίνουνται, 'υναίκα!
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πιάσ' να πιης!
(1928)
Δηλαδή, ούτε λόγος μπορεί να γίνη γι' αυτή τη δουλειά
Δε ντα βγάνω σε κεφάλι
(1928)
Δεν αντεπεξέρχομαι
Που προλάβει και στο μύλο
(1928)
Όποιος προφτάξει θ' αλέση. Όποιος είναι πιο άξιος θα γεμίση τη στάμνα του, και κει που τη βάζει στην κάνουλα μπορεί να πη την παροιμία
Στο καλάθι δεν χωρεί και στη γκούφα περισσεύγει
(1928)
Δηλαδή δεν είναι καλός
Ήπηρα στα ποδάρια
(1929)
Κυνηγούσα. Έλα να σε πάρω στα ποδάρια να δούμε, να σε πιάσω θέλω
Κι η πολλή gαλωσύνη ναι μισή ζαβάγρα
(1928)
Ζαγάβρα = κουταμάρα
Αλοίς τον πού λείπ' α τό άμο dου
(1928)
Άμο = Γάμο
Αέρας είναι πού φυσά, μα θά σιανεμέψη καί θα 'ρθη κι η σιανεμιά στά χέρια μου να πέση
(1928)
Ο ερωτευμένος δηλαδή πάντα ελπίζει. Η σιανεμιά = μπουνάτσα, χωρίς αέρα
Του αbανά πολεμά και φτός
(1928)
Του αbανά = Του κακού, στου αγέρα
Σημερνός κι αυριονός
(1928)
Έχει λίγες μέρες ζωής
Άλλα λόϊα ν' αγαπιόμεστα
(1928)
Όταν δε με συμφέρει ν' ακούω κάτι που αλλάζω τα λόγια λέγεται η παροιμία
(Ω καμένη!) μεγάλη 'ν' η καταπίρθα ντου λαιμού σου και κατηπίνεις ό,τι κι αν ακούσης
(1928)
Όταν λένε κακά λόγια και δεν στρέφη απόκριση
Δε θα σου βγάλουν το κεφαλομάντηλο!
(1928)
Μωρή, πάαινε σα και μπέρκι μου να σου βγάλουνε το κεφαλομάντηλο, δηλαδή δεν πιστεύω να σε προσβάλλουνε, να σε κατηγορήσουνε
Α τη γκεφαλή ντο 'ξέβηκε ντώρα φτος
(1928)
Έφταιγεν ο ίδιος κι εχάθηκε
Θα τονε βγάλης το κεφαλομάντηλο
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Στο καυκί ντου ουρανού
(1928)
Πολύ ψηλά
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Ο καλόερος κοιμάται, κι ο Θεός του μαερέβγει
(1925)
Το λέμε σαν έρθη σε κανέναν άνθρωπο, κανένα καλό χωρίς να το καρτερή
Απίσω κόβγει το κοπίδι
(1925)
Ύστερα θα μετανοιώσης μα θαν αργά τότες
Αραθυμώ και κρεμούνται τ' άντερα μου
(1924)
Αραθυρώ = επιθυμώ σφόδρα. Τόσο πολύ επιθυμώ ώστε …
Που ζει μεταζώνεται
(1928)
Όσο ζει κανένας δεν ξέρει τι θα του τύχη
Καλοέροι και παπάδες όλοι παίζουνε τσ' αμάδες
(1928)
Όταν βγει κάποια μόδα π.χ. Και την κάμουνε κι όσοι ακόμα δεν τους ταιριάζει
Ως πόχει το μάτι μου νερό
(1928)
Όσο ζω, σε όλη μου τη ζωή
Θα βουλώσω τα μάθια μου
(1928)
Θ' αποφασίσω να τον πάρω
Φωθιά εί΄ ντο μάτι ντου
(1928)
Βλέπει πολύ, δε γελιέται
Στο μάτι μ' έβαλε
(1928)
Λέει για μένα, μ' έβαλε στόχο και με θέλει
Ο κλέφτης το εβέντισμα, για παναΰρι το 'χει
(1924)
Εβέντισμα = γεβέντισμα
Αξανοίει να μου βάλη τα υαλιά
(1929)
Κοιτάζει να με γελάση
Το Θεό ήπιασεν α' τον αστράκλα
(1928)
Για αστείο αντί να πούμε: το Θεό ήπιασεν ά' το ποδάρι
Που πεινα ια ν' αρχοντίνη, μόνου η πείνα τ' απομείνει
(1928)
Όποιος πεινα για να πλουτίνη τ' απομείνει μόνον η πείνα, δεν είναι δυνατό να πλουτίνη μ΄ αυτον τον τρόπο
Παστρικός ουρανός αστραπές δε φοβάται
(1928)
Ποτέ δεν είμαι σε δικαστήριο παημένος, είμ' ακρισογάλετος, και παστρικός ουρανός, λένε αστραπές δε φοβάται
Όπου πολλοί φτύσουνε, πηλός γίνεται
(1928)
Ερμηνεία: Επί της αλληλοβοηθείας
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα
(1924)
Ερμηνεία: Οσάκις είναι νεφώδης ο ουρανός, ο δε ήλιος ανατέλλων φαίνεται άσπρος
Τον παπά και το άδαρο, με συμπαθιο σας κώλα, τονε ρδινιάζουνε από βραδύς
(1925)
Συμπαθιο= μετά συγχωρήσεως, ρδινιάζουνε= ετοιμάζουνε
Παρασκεβγοπλυμένη μου και σαββατοστεγνώστρα
(1925)
Ερμηνεία: Αυτό το λένε για τις τεμπέλες, συνήθως εδώ πλένουνε αρχές της βδομάδας
Ια την ώρα καλά είμαστα γκ' η κοράκοι ψοφούνε
(1928)
Δεν ξέρω τι θα πη αυτό. Εγώ δεν το 'χω ακούσει Η μάνα μου το ξέρει, είναι παλαιό
Νάλειπες σύ, κάλλια πάαινα ώ
(1928)
Όνταν ήτανε ο όγδουρας νιός εκαθούντανε κι όνταν εέρασε επέτια
(1924)
Όταν ξεράθη τον παίρνει ο άνεμος
Πιάνει το Θε' ἀ' το ποδάρι
(1928)
Πιάνει το Θεό απ΄το ποδάρι = δεν το παραδέχεται. Καμιά ώρα τση το λέω πως είναι παρακαρμίρα (πολύ ακριβή), μα πιάνει το Θε΄ ά' το ποδάρι
Ε! η μυία σ' έπιασε πάλι
(1928)
Σα λωλός πάλι κάνεις
Άλλα 'ν' τα μάθια του λαού κι άλλα 'ν' τζή κουκουμάβλας κι άλλα 'ν' του εροντόμουλου κι άλλα 'ναι τσ' αελάδας
(1925)
Κουκουμάβλα = κουκουβάγια
Αμπασαδούρου κεφαλή ποτέ κομμό δεν έχει
(1925)
Αμπασαδούρου=ο άνθρωπος που μας κάνει τη μικροδουλειά
Άλλοι κάνουν κι' άλλοι βρίσκουνε
(1925)
Άλλοι κάνουν κι' άλλοι βρίσκουνε
Σε άμο και σε ταξίδι ούτε λάδι ούτε ξείδι
(1925)
Άμο = γάμο
Όλο dου αbανά κουβεδιάζεις
(1928)
Του αbανά = Του κακού, στου αγέρα
Το αίμα νερό δε ίνεται κι α ενεί δεν πίνεται
(1928)
Είναι δύο συγγενείς μαλωμένοι κι ο ένας ακούει να υβρίζουνε τον άλλο και δεν το δέχεται παρά μπορεί πάνω σ αυτό να κάμη καυγά να υβρίση κι εκείνος. Τότε λέγεται η παροιμία.
Απού τον όρθρον ήβγαινα και λειτρονιά μο πάντα
(1928)
Επί της επαναλήψεως η παροιμία. Πάντα = απαντούσα
Άνθρωπος από ενιά και σκύλλος από μάντρα
(1928)
Ενιά = γενιά
Πως να τα πάμε. Κουτσά τυφλά περάσαμε γκι' εμείς
(1928)
Κουτσά στραβά το ίδιο με το κούτσα τύφλα
Ω κι εφτός θαρρεί πως θα κάμη το σκόρδο ρεμεστέλλο
(1924)
Λέγεται επί προκομένου
Θαρρεί κι εφτός πως θα κάμη τα ζα λιβάδι
(1924)
Λέγεται επί προκομένου
Μωρέ έλεϊκο του ελεϊκού δεν του ΄καμα
(1924)
Ερμηνεία: Τίποτε απολύτως
Του καπετάνιου το παιδί θ' αποκαπετανέψη
(1928)
Αυτό το λέει ο ένας σ' έναν άλλα να δη αν είναι ικανός κι ο δεύτερος να το πή. Είναι όμως δύσκολο πέστε το τρείς τέσσερες φορές κια αντί να πή αποκαπετανέψη καταντά με την επανάληψη να γίνει πουτανέψη
Κουκουλοσίταρο τόκαμα
(1928)
Κουκουλοσίταρο = καλομπόκι
Λέει το η καρδιά dου
(1928)
Ερμηνεία: Είναι παλληκάρι
Το σκόρδο ρεμεστέλο κάνει κι' εαυτός
(1928)
Τον καλό; Ή προσπαθούσε να παρουσιάση το σκόρδο κάτι καλύτερο. Ίσως το ρεμεστέλο να 'ναι τίποτα όμορφο. Το άκουσα μόνο από τη γιαγία μου που έχει πεθάνει
Τη χοιριά κάνεις λουκούμι
(1928)
Τα παραστήνεις τόσα όμορφα που και οι ακαθαρσίες του χοίρου μπορείς να μας κάμης να πιστέψουμε πως είναι λουκούμια
Βάλε και το χέρι σου στην γκαρδιά σου
(1928)
Λυπήσου
Όλος ο κόσμος είναι κερατάς
(1928)
Αυτό έχομε ένα γείτονα όπου το δημιούργησε, είναι βλάκας και δε μιλεί και καθαρά, γιαυτό το λέει, όλοι ο κόσμος είναι κερατάς και σχεδόν έτσι το λένε όλοι, έμεινε πια ως παροιμία μες στο χωριό και μάλιστα τη μεταχειρίζεται ...
Μήτ' ο λόος μου φελά μήτε τ' άσπρο μου περνά
(1925)
Φελά = είναι καλός