Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-379 από 379
Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφράνθητε σήμερον
(1914)
Εκ κατηχητικού λόγου Ιωάννου του Χρυσοστόμου της Κυριακής του Πάσχα
Κουρέματά τζη που σ' αλάτιζε
(1914)
Ρος άνθρωπον ανίκανον ή μωρόν
Όπου κάνει του κώλου του φέδε χέζει τη βράκα του
(1914)
Φέδε = πίστις
Ποπανωθώς του κερά ξυλιές του βγαίνουν ευκόλας
(1919)
Ποπανωθώς = επιπλέον, επί επιμέτρου
Του Μαρταπρίλη τα νερά πηλά και χώματα νε
(1919)
Νερά = Βροχαί
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος και πεντοταχυνάρης
(1919)
Πεντοταχυνάρης, ο μην Μάρτιος, ου αι ημέραι φαίνονται μήκισται εις τους νηστεύοντας χωρικούς, Ζωγραφάκης
Επί ξύλου κρεμάμενος
(1914)
Σταυροθεοτόκίον του Εσπερινού: Ιδών σε ο ήλιος και η σελήνη, Φιλάνθρωπε, επί ξύλου κρεμάμενον, ακτίνας απέκρυψαν ...
Κάνει λάκκο
(1917)
Εις Βιάννο, Ι. Κονδυλάκη = κάμνει έρωτα, εργολαβεί, πιθανώς κατά τον Κονδυλάκην εκ la corte
Τον έκαμε σιόπαστο στο ξύλο
(1914)
Μ' επήε πέντε πέντε
(1919)
Μ' επήε ριωιτί η τρίτη και τετάρτι
Οπου μαθε ξυπόλητος, ντρέπεται καλοκωμένος (όταν φέρη υπόδησιν)
(1915)
Λέγεται εν Κρήτη
Τη μύγα βάνεις κολαούζι και που θες να σε πάη;
(1919)
Κονδυλάκης
Το 'καμες ξεκουτσίο = Excussion esecuzione
(1919)
Το εφανέρωσες, το διέδωσες εις τον κόσμον (μυστικόν λόγον)
Μικρός μεγάλος άρκαλος μια ζη μουστάκια βγάνει
(1914)
Ζη = ζύγη, και κατά συγκοπήν ζη
Όλα τάχει η Τερλερίτσα μόν' ο φερετζές τσί λείπει
(1915)
Λέγεται εν Κρήτη
Τα 'καμε χουμά κουτάλια
(1919)
Ανέμειξε, διετάραξε
Ρεπάδι δεν τ' αφήνει (και ρουπάδικαι ροπάδι)
(1914)
Ερμηνεία: Επί των εχόντων μεγίστην ομοιότητα
Στέκω στο δισοπέτυχο. Στέκει στο δισοπέτυχο και δε γατέχει είντα να κάμη
(1917)
Είντα 'πόκαμεν ο Γεώργης, να του τη δώσουνε θέλει την κοπελιά; Στο δισοπέτυχο στέκονται = εις το ναί και όχι. Χαιρέτης
Ο γέρος κι' αν ατζοπατή, κρυγιόρεμα τονέ κρατεί
(1917)
Κρυγιόρεμα=ρευματισμός
Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω
(1914)
Παρήλθεν η σκια του νόμου
(1914)
Εις το πυρ το αιώνιον
(1914)
Το ούτσι ούτσι τέσσερις κ' η καρκατσούλα πέντε και το σκυλί και το γατί μέρες σαράντα πέντε
(1919)
Ερμηνεία: Περί διαρκείας της ευγνωμοσύνης των ζώων
Έπεσε το σπήτι και με πλάκωσε.
(1918)
Φερ. Μεταφ. επί απροσδοκήτω δυσαρέστω ακούσματι.
Σώσον ελέησον
(1914)
Κοινόν. Εν ονόματι του θεού σώσον με. Σώσον ελέησε. Εκ του εν τη εκκλησία Σώσον, ελέησον και διαφύλαξον...
Ο κόσμος το χει τούμπανο
(1914)
(βλ. κρυφός)