Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 379
Θα φάη ξύλο να πάη αντάρα
(1918)
Αντάρα = ομίχλη
Έμπλησον, αγνή, ευφροσύνης
(1914)
Μικ. παρακλητ. κανών εις την Θεοτόκον, σελ. 48, Νέα πληρ. Ιερά Σύνοψις, έκδ. Αλεξίου 1914
Λαός μου, τι εποίησά σοι;
(1914)
Δεν έκαμε για θεωσύνη
(1914)
Δεν ήκαμε κατά Θεό. Επί των ανοικτιρμονων (Ανατ. Κρήτ. )
Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου
(1914)
ΚΕ. 34
Όπου βία πρόκειται εκεί νόμου μετάθεσις γίνεται καί αν ήναι και δυναστικώς
(1914)
Λεόντ. Μαχαιρά, Χρονικόν, Σαθά Β', σελ. 362
Αν κάμης το κακό παιδί και πράμμα είντα το θέλεις, κι' αν κάμης και καλό παιδί το πράμμα είντα το θέλεις
(1919)
Πράμμα = Περιουσία
Γυρίζω σαν του παπά το σκύλο
(1919)
Άεργος
Σκυφίζω και σκιουφίζω μακαρόνια
(1917)
Κάμνω σκιουφιστά μακαρόνια και τροπικώς = υπεξαιρώ
Ανεμέλης ανεμέλα και ο Μελέτης εμελέτα
(1919)
Κονδυλάκης
Άκουσα το διγαβρέ ντου!
(1917)
Διγαβρές, ιστορική υπόθεσις. Πλεύρης: Εις λεγόμενον να πιάση τη δουλειά του λέγομεν και να πιάση το διγαβρέν του. Έπιασαν το διγαβρέ μου, τουτέστι τη δουλειά μου ίνα μοι προξενήσουν κακόν, διότι επί τοιαύτης σημασίας λέγεται ...
Το γέρο πιάνουνε πολλά δισύλαβα
(1917)
Δισύλλαβα=τα συμπαρομαρτούντα τω γήρατι κακά
Από μένα φύγε κι όπου θέλεις νόδωγε
(1917)
Νοδεύω = οδώω. Δηνάκο, Ρέθυμνον
Φάε πιέ με το λουβκέρη μα τα ρούχα του μη βάλης
(1918)
Λουβκιέρη = λεπρόν
Όψεσθε εις ον νυν εκεντάτε
(1914)
Κουκιά φαες και κουκιά μαρτυράς
(1918)
Αυτά έμαθες αυτά ξέρεις
Τ' Άγιου Φιλίππου την αυγή φιλεί η Πηλιά τ' αόρι
(1919)
Ζωγραφάκης
Το πολύ Κύριε ελέησον και ο παπάς το βαρυέται
(1914)
Τρις, 12άκι και 40κις εις το Μικρόν Απόδειπνον
Έπεσε στην εδέση του
(1914)
Εγκατελείφθη εις την προστασίαν τινός
Του μποντικού τα γλάκια εις την αλευροδόχη
(1919)
Τ' είν' ο κάβουρας τ' ειν το ζουμί του
Όσες χτυπούν το πέταλο ανυφαντούδες είναι
(1914)
Πέταλο του εργαστηρίου, πεταλιά: το κτύπημα του πετάλου κατά την ύφανσιν
Ανάθεμά τα τα κούτουλ' αγρίμια
(1914)
Δεν υπάρχουσιν
Κατά τα νέργια του
(1919)
νέργια (τα)= έργα, είναι σπανιον ως θυλ. Κρήτην
Τον ήκαμε οξώστη
(1919)
Ερμηνεία: τον απεκλήρωσε
Επήρε ο Θεός τον άγιον του
(1919)
Ερμηνεία: απεκοιμήθη
Έπιασε το αρνί από το πόδι
(1914)
Ηρνήθη
Οπου πεινα θωρεί ψωμιά κι' οπου διψά ποτάμια, κι΄ οπου ναι και ξυπόλυτος όπως φορεί στιβάνια
(1915)
Στιβάνια = εγχώρια υποδήματα
Είναι σαν τον απατό του
(1919)
Σημείωση : Απατός = Εαυτός Ο απατός μου.
Το γουδί το γουδοχέρι
(1914)
Υπέρου περιστροφή
Τήρα, διατήρα το σκαμνί την τάβλα που θα κάτσης
(1919)
Λουπασάκης
Καιρός του ποιήσαι των Κυρίω
(1914)
Ερμηνεία: Εκ του τέλους της λειτουργίας
Ο μη ων μετ' εμού έστι
(1914)
Πατώ τον όρκο μου, πατώ το ψωμί πούχω φαωμένο
(1919)
Φαίνομαι αχάριστος
Έτσι το φέραν οι καιροί κ΄οι βουλισμένοι χρόνοι και σώπασαν οι πετεινοί και κράζουν οι καπόνοι
(1914)
Παρεμφερής παίζω 5
Ο γέρος κι' αν αντρεύγεται στο ρίζωμα κοντεύγεται
(1919)
Δηλαδή αποκάνει, υστερεί
Τού καμε ταυτιά του κουνάλι από το τράβηγμα
(1918)
Κουνάλι=σύκον υπερώριμο
Ο ετάζων καρδιάς και νεφτούς
(1914)
Τα 'καμε σκούψι νάψη
(1917)
Τα εσπατάλησε, εγενήκανε σκούψι
Εσπείραμε σαν του λαγού τα παιδιά
(1919)
Περί παιδονομίας
Έπαθα του ήλιου τα καούδια
(1914)
Το ψηφί κι' ανέ ξεπέση πάλι την ψηφί την έχει
(1915)
Λέγεται εν Κρήτη