Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 3022
Αν βρέξη ο Μάρτης δυό νερά κι Απρίλης άλλο ένα να ιδής σταφύλια σαν παιδιά και πίτες σαν αλώνια
(1901)
Ερμηνεία: Εν ταις πεδιναίς χώραις διά να υπάρξη ευφορία των αμπέλων πρέπει να βρέξη κατά Μάρτιον ή Απρίλιον ουχί δε κατά Μάϊου
Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα
(1928)
μπέλα= καθαρή, κατσιβέλα= γύφτισσα
Τώβρε η στραβή τ' αρνί της!
(1910)
Παραγνώρισις
Κομ' είσαι μο του κού σου το χαπάχι
(1951)
Ακόμα είσαι με του κώλου σου το καπάκι. Είσαι μικρός ακόμα. Σαν να έχει σκέπασμα ο κώλος σου, προτού λειτουργήσει φυσιολογικά
Σ' Τσερετσής όϋπνος σως το μισημέρι βgαίνει
(1951)
Της Κυριακής ο ύπνος τ' όνειρο ως το μεσημέρι ξεδιαλύνει
Αψήλωσ' ο Θεός
(1940)
Όταν κανείς ήθελε να πη πως τώρα δεν υπάρχει ευτυχία στον κόσμο
Εσ σου κλουθά (ή κλουφά) ο τζιαιρός; Κλούθα (ή κλούφα) του εσού
(1945)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Χέμα φτύμμαν, χέμα κώλον;
(1931)
Μαζί καί φτύμα, μαζί καί κώλο; Γιά κείνους πού θέλουν νά τούς τά κάνης όλα έτοιμα, χωρίς νά κοπιάσουν τό παραμικρό αυτοί
Ήφαένε τα νύχια του να ...
(1957)
Κατέβαλε πολλάς προσπαθείας
Κόφτει το ορμάνιν, αν αγκριστή ο λαός;
(1948)
Ερμηνεία: Όταν πρόκειται για δυό που συνδέονται, κι ο ένας έχει μεγάλη δύναμη, ενώ ο άλλος είναι αφανής κοντά του, και δυσαρεστείται ο δεύτερος με τον πρώτο, λοιπόν τον γνοιάζει τον πρώτο;
Τα θέλ'ς γαλάτα κι μαλλάτα κι τ' αρνί θηλ'κό
(1927)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Το πάθημα γίνεται μάθημα
(1940)
Επάρε βούδι σελλωτό και γάϊδαρο καμπούρη γυναίκα λιγνοκάπουλη και χοίρο μακριομούρη
(1948)
Η παροιμία απαντάται με την παραλλαγή και εις Τήνον και Θήραν
Ποιός κυνηγάει δυό λαγούς, δεν πιάνει ούτε τον ένα
(1963)
Διδακτική παροιμία, με φραστικήν διατύπωσιν σχετικήν με το κυνήγι. Εις την πραγματικότητα καταπολεμά την πραγματοσύνην
Σο γιαγλιάν πα έρθα κ' είδα σε και το μυτί σ' ξην ύλιζεν
(1911)
Γιαϊ – λιά = εξοχή
Δυό καρπούζια 'ς έναν κολτούκ '' κ '' εχωρούνε
(1929)
Δυό καρπούζια δε χωράν σε μια μασκάλη
Δώσ' ατόν πέντε παράδας ν' αρχινά κάι δέκα να μή στέκ'
(1929)
Δώσε του πέντε παράδες ν' αρχίση και δέκα να σταματήση
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον αχορόν 'χ' ίεύ'νε
(1929)
Δυό ξένα άλογα σ' ένα αχυρώνα δε μονοιάζουν
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον τσαΐρ 'κ' ίεύ'νε
(1929)
Τσαΐρ – λιβάδι
Δυό ξέν' κα άλογα 'ς έναν ξένον αχουρ' 'κ' ίεύ'νε
(1929)
Αχούρ = σταύλος,
Τον εκαβαλλικέψαν οι διαβόλοι
(1949)
Για τους αδιόρθωτους
Δώσ' καματερόν κ' έπαρ' διαταγωγόν
(1929)
Δώσε αργάτη και πάρε διαταγωγό
Δράκος με τ' αλυσίδα
(1929)
Δράκος με τοις αλυσίδες
Με τ' αρνιά κουρεύεται
(1959)
Κάνει συναναστροφή με ανθρώπους μικρότερούς του, που δεν του ταιριάζουν
Το αίμα νερό δε γίνεται κι ανέ γενή, δεν πίνεται
(1938)
Όσο και να μαλώσουν οι συγγενείς πάλι συγγενείς είναι
Μιγάλ' π'κουματιά φάγι, κι μιγάλου λόγου να μην πης
(1928)
Π'κουματιά = βουκιά ψωμί
Μήτε ψάρια ξεβροχώ, μήτε πε τις κάτες μαλώνω
(1929)
Ερμηνεία: Επί των εν ειρήνη βιούντων και μη αναμιγνυομένων εις πολιτικάς διαμάχας
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
(1948)
Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους
Μέγα μόνη φα' μέγα λόγος με λες
(1938)
Μέγα τεμάχιον φάγε, μεγάλο λόγο μη λέγης
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
(1963)
Βίαιαι και άπρεποι εκφράσεις πληγώνουν ψυχικά και γίνονται πολλάκις αιτίαι σοβαρών ζημιών
Το κάμι η 'ναίκα καμναίνει την Τζερετσή
(1951)
Η κακιά γυναίκα δουλεύει την Κυριακή. Η κακή, η απρόκοφτη νοικοκυρά δουλεύει την Κυριακή, την ημέρα δηλαδή που είναι αμαρτία να δουλέψεις
Βίνεψεν gως
(1951)
Πέταξε κώλο. Έγινε αδιάντροπος, πήρε τον κατήφορο, έπεσε στη διαφθορά
Σου κου το κατζί 'τιν gρούς;
(1951)
Στου κώλου το λόγο βάνεις αυτί; Όταν κανείς δίνει σημασία σε λόγια ή σε βρισιές από πρόστυχους
Τρανόν βούκαν φα, και τρανόν λόγον μη λες
(1939)
Μεγάλη μπουκιά φάγε, και μεγάλο λόγο μη λες
Πήρενα λαγός το μπαΐρ
(1938)
Μπαΐρ = ύψωμα, λόφος
Το σχοινί του χωριάτη μονόν δεν φτάνει και διπλόν φτάνει
(1940)
Συλλ. μαθήτριας Κυριακής Ζαχαρίου
Ο παπάς όποιον βλέπει, εκείνο θυμιάζει
(1920)
Παραδείγματος χάρη: θένε δύο μαθηταί να πάνε πεσκέσι σε ένα δάσκαλο και ντρεπούdενε και ο πατέρας των λέγει: Πάαινέ το, βρε Γιώργη, συ, μα ο παπάς όγοιο βλέπει, εκείνο θυμιάζει.
Ξει κοιλιές και κάμνει φανάρια
(1922)
Ερμηνεία: Επί των ουδέν επάγγελμα μεντιόντων
Έχε καθάριο πρόσωπο για τσου καλούς γειτόνους
(1952)
Να είσαι ειλικρινής κ' ευγενικός στους καλούς σου γειτόνους
Ήφαένε τη τσεφαλή του
(1957)
Υπέστη ανεπανόρθωτον ζημίαν
Να ΄ρκεσαι τσαί να μυρίζης
(1934)
Ερμηνεία: Προς τους καθιστώντας οχληράν την παρουσίαν των εις μίαν συναναστροφήν λόγω της συχνής και φορτικής επισκέψεώς των
Ένας κακός χρόνος περνάει, μα έναν κακό γείτονα δεν τονε ξεφορτώνεσαι
(1952)
Ιδιαίτερα στα σωριά, που τα σπίτια είναι πατρογωνικά
Αν έχ' η νύφη μας βήχα, ρωτάτε τσου γειτόνους
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Πέ μου τόν φίλον σου νά σού πώ ποιός είσαι
(1954)
Ερμηνεία: διά τήν σημασίαν πού έχει η συναναστροφή επί τόν χαρακτήρα τού ανθρώπου
Ηύρ' από γόνους γόνατα
(1953)
Λέγεται επ' εκείνων, οίτινες κληρονομούν εκ συγγενών των μεγάλην περιουσίαν.
Που δεν ακούει του 'ονιού, παραωνιάς καθίζει
(1963)
Παραωνιάς=στην άκρη. Δηλαδή όποιος δεν ακούει τους γονείς του, παραμερίζεται, δεν πετυχαίνει στη ζωή.
Ο πρώτος δάσκαλος του παιδιού είν' ο ονιός
(1963)
Δηλαδή η πρώτη αγωγή καλή ή κακή δίδεται στο παιδί από το γονιό, κυρίως με το παράδειγμα.
Α τη 'ούλα bαίνου dα κάλλη
(1963)
Δηλαδή όποιος τρώει ομορφαίνει.
Σέρνει ο Γιάννης τον Γιάννη κι η Γιάννενα το Γιάννη
(1938)
Οι όμοιοι κάνουν παρέα
Τση Αγίας Μαρίνας σύκο, τ' Άη Λιού σταφύλι και τον Αύγουστο μαντήλι
(1948)
Να πούμε γένεται η είσπραξη
Πετουν οι πέρτκες
(1938)
Δηλαδή, φεύγουν τα φελιά (το ψωμί)
Τον έγδαρε με το στουρνάρι!
(1953)
Η παρομοιώδης φράσις έχει και μεταφορική σημασία, π. χ. Αν μου πέση στα χέρια μου ο αχάριστος, θα τον γδάρω με το στουνάρι. Εννοεί ότι θα τον πλέον σκληρόν τρόπον!
Θάμασμα, μωρέ Μανώλ', δυό σταφύλια σ' ένα κλήμα!
(1937)
Η παροιμία αυτή λέγοταν ή με προσποιητό θαυμασμό ή ερωτηματικά, και αφορούσε τοις ανθρώποις οι οποίοι εκπλήττονταν με σύνηθη πράγματα
Άκουε βελόνισ στον τοίχον
(1940)
Όπως το βελόνιν εις τον τοίχον δεν ακούει ούτω πως και ο αποφασισμένος να μη προσέξη εις τας συμβουλάς μας
Εκόλλησεμ πάνω μου σαν την αβdέλλα
(1940)
Επί απαιτητικών αναιδών. Εικών από την παλαιάν ιατρικήν συνήθειαν να γίνεται αφαίμαξις δι' αβδέλλας
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
(1940)
Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ...
Με το βελόνι γυρεύκει ν' ανοίξη λάκκον
(1940)
Δια τους ματαιοπονούντας να πραγματώσωσιν έργα ανώτερα των δυνάμεων και των μέσων που διαθέτουσι
Κάλλι αργά παρά ποτέ
(1957)
Κάθουμαι πάσ' στα βελόνια
(1940)
Τα βελόνια, τρυπούσι ώστε να αδυνατή να καθήση τις επ' αυτών. Επί αγωνιώδους αναμονής
Πε, πε, εν να το πη τζ' ο κώλος σου
(1948)
Ερμηνεία: Για τη κατάχρηση, που κάνει κανείς, άμα λέη και ξαναλέη ένα ευχάριστο γι' αυτόν πράγμα
Περασμένα, ξεχασμένα
(1938)
Ο χρόνος φέρει την λήθην
Το πολύ το Κυριελέησον το βαριέται και ο παπάς
(1941)
Η επαναληψις της υπομνήσεως των σφαλμάτων μας είναι ανυπόφορος. Επί οχληρών προστατών
Πρίν το κάμης να σκεφθής
(1940)
Συλλογή μαθητής Κυριακή Ζαχαρίου
Παιΐ τσαι 'ουρουνατσι κατά πως το μάθης
(1932)
Παιδαγωγική παροιμία κηρύττουσα την δύναμιν της αγωγής
Τώχει Πρέβεζα το σπίτι του
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Αφίν' μ bίττα κι καίϊτι για να μη δώκ' ένα φιλί
(1915)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Το ζουμί ζημιιά δεν κάνει, όσο φας και τ' άλλο χύσ' το
(1908)
Επί απλών φαγητών
Πάει σαν το σκυλί στ' αμπέλι
(1912)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μια φορά γελειέται η γριά!
(1909)
Μου κάνει κουφά αυτιά
(1918)
Ερμηνεία: Προσποιείται οτι δεν εννοεί τα υπ' εμού λεγόμενα