Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2401-2500 από 3022
Τι τα θέλεις τα φλουριά με την άσχημη γυναίκα;
(1956)
Όταν ένας προξενεύονταν με άσχημη αλλά πλούσια κόρη
Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, πάλε σκύλος είναι
(1956)
Ερμηνεία: Ο Τούρκος πάντα Τούρκος είναι
Τα dόνε κάμ' τον άρρωστο, πέdε δράμια λάχανο! [ή: ... πέντε βούκς λάχανο!]
(1938)
Περί ολίγης τροφής διδομένης εις άνθρωπον υγιή και εύρωστον
Νους ορά και νους ακούει
(1907)
Χειρογρ. 86 α
Άσπρο χαρτί, μαύρο μελάνι
(1929)
Ερμηνεία: Ινεπ. Ειρωνικώς επί παροχής απέναντι του χρέους χρεωστικού ομολόγου
Ορφανό μην ανεθρέψης, τση γυνάικας σου να μη πιστέψεις, και μεγάλο(ν) άθρωπο να μη κάνης φίλο
(1917)
Λέγεται επί εκείνων εις ους γενομένη μια χάρις μάλλον βλάβην προξενούσι
Ατζαμής κι ο παλαλόν έναν είν'
(1929)
Ο αρχάριος κι ο παλαβός είναι ένα πράμα
Αφέdης πιάνει την κερά,κι εκείνη την οικοκυρά
(1917)
Αφέντης = άντρας
Τ' ασεβού τον βίον ο δάβολον τρώει άτο
(1931)
Του ασεβή την περιουσία ο διάβολος την τρώγει
Τα θε να ξης πελέκα τα
(1908)
Ερμηνεία: Το γοργόν και χάρην έχει
Ο ήλεν είνας έν', άμα όλεν τον κόσμον κανείται
(1931)
Ένας είναι ο ήλιος, αλλά για όλο τον κόσμο αρκεί. Σαντ. Χαλδ. Επί υιού μονογενούς, κατλα πάντα καλού.
Άσπρο κι στρογγ'λό, κι του γεννάει κι η κόττα
(1938)
Ερμηνεία: Διά κάτι το οποίον εκαλύπτετο δήθεν, αλλά ήτο καταφανές
Άμαν στράφτ' η Σκοτεινή εν ούλον νερά
(1939)
Σκοτεινή είναι τ' όνομα μιας τοποθεσίας ανατολικά του χωριού Φτέρυχα της επαρχείας της Κερύνειας
Δεν τη γάτα και τρώει
(1953)
Έτσι λέγουν δια τον πολύ φιλάργυρον
Οπόταν ποις με κι αρρωστώ, τ' αρρωστικά σ' 'κι θέλω
(1931)
Όταν με κάνης κι αρρωστώ, δε θέλω τ' αρρωστικά σου.
Σαν το σβούρο
(1959)
Όλο πηγαινοέρχεται και δεν κάθεται
Ένας κούκκος δέ φέρνει τήν άνοιξι
(1960)
Λέγεται πρός δήλωσιν, ότι ένας χωρίς τήν συνεργασίαν άλλων δέν ημπορεί νά φέρη σέ πέρας σπουδαίαν εργασίαν
Ο θεγός φοβήθκε πε τον υστερνό τον άρχονdα
(1941)
Από εκείνους που απέκτησαν πρόσφατα δύναμη να φοβάσαι
Η βγιά παιδί δέν κάμνει, κι' άν τό κάμνη δέν προκόβγει
(1949)
Παρεμφερής παροιμία αγγλική: “more haste less speed”
Είνε άνθρωπος αρχοντοξεπεσμένος και όχι επιθυμησμένος
(1931)
Παροιμ. φρ. Περί ανθρώπου άλλοτε πλουσίου και κατόπιν περιπεσόντος εις ένδειαν
Τον άρρωστο δεν τον ρωτούν
(1963)
Ο ασθενής έχει ανάγκην ικανοποιήσεως πάσης επιθυμίας
Η άσπραις τρίχαις δεγ κάνουν τη γνώσι
(1910)
Είναι πολλάκις ψευδομάρτυρες
Την τσιγγάνα την κάνουν βασίλισσα και πάλι ζήτησε το ντουρβά της
(1938)
Το λεν για κείνους πυ νοσταλγούν τα παληά τους έστω και χειρότερα
Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος
(1938)
Ερμηνεία: κι οι δυό είναι ίσα
Κάθ' οχτώ και καθ' εννιά αρρωσταίνει η Τσακουνιά
(1907)
Φιλάσθενος
Ας κάμω το καλό εκαί εγώ θα τόβρω απ' το Θεό
(1952)
Δοξασίαι περί φιλοξενίας
Ό,τι βρέξη ας κατεβάση
(1930)
Λέγεται όταν αναμένη τις κάτι με οιονδήποτε τρόπον
Αστρακιάν την έκαμε!
(1949)
Για έναν που επαράφαγε, (την κοιλιά)
Ήβγε ασπροπρόσωπους
(1956)
Άστρα κουρτά
(1929)
Άστρα καταπίνει, Χαλδ. Ιδέ 239
Εξήβεν ασπροπρόσωπος
(1929)
Ερμηνεία: βγήκε ασπροπρόσωπος
Πεθερός, φίδι κολοβό. Πεθερά, σαϊτα με φτερά
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ούκ έχει
(1936)
Αυτή την παροιμία στο Αυδήμι την συνήθιζαν όταν ήταν Σαρακοστή και ήθελαν να προτρέψουν ένα μουσαφίρη να φάγη αρτήσιμα, αδιάφορο αν ο μουσαφίρης δεν ήταν ούτε οδοιπόρος ούτε καν ξένος παρά ένας γείτονας ή συγγενής τους ... ...
Στ' ατσιγγάνου την αυλή δεντρολίανος ανθεί, αν ανθή καιδεν ανθή, της ατσιγγανιάς βρωμεί
(1909)
Ότι η χυδαιότης δεν επιβάλλεται και αν ως ευρώνων υπάγη της
Στας αματιά, στας αματιά άδειασε το βαγένι
(1909)
Ασετεία
Οι αστραπές της αυγής δεν βγαίνουν ψεύτικες
(1958)
Δηλαδή θα βρέξη εντός της ημέρας
Αυτός είναι ασήμι της βούλας
(1910)
Δεδοκιμασμένος
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1931)
Επί της παντοδυναμίας του χρήματος
Όθεν είμαι κι όθεν ΄κ΄είμαι, πάντα έχ΄νε με και στέκ΄νε
(1931)
Όπου είμαι κι όπου δεν είμαι, πάντοτε τα ΄χουν μαζί μου
Όθεν γάμος κι ατός παρανύφ'σσα
(1931)
Όπου γάμος κι αυτός παράνηφυ
Ο πεθαμένος κάθεται στ' αρρώστου το κεφάλι
(1944)
Καμμιά φορά που πεθαίνει προτήτερα ένας γέρος κλπ
Κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά υστερνός στη Ρώμ'
(1922)
Ερμηνεία: Επί δοξομανών
Μάνισ' ο λαγός και το βουνό χαμπάρ' δεν έχει
(1939)
Το λεν όταν ένας θυμώνει σε κάποιο χωρίς αυτός να ξέρη τίποτε
Η Θεός φτωχά κι' ορφανά κάμιν', άμοιρα δι gάμιν'
(1938)
Ελέγετο όταν εμάνθανον περί της αποκαταστάσεως πτωχού και απροστατεύτου τινός παιδιού
Μιτράει τ' άστρα
(1953)
Επί κλινοσκεπάσματος αραιού
Ένας κόμπους π' λυέτι μι τα χέρια, γιατί θα τουν λύσου μι τα δόντια
(1926)
Όταν ενα πράγμα γίνεται εύκολα, διατί να μεταχειριστώμεν μέσα πολύπλοκα
Βάλ' το λύκο να φυλάξ' τα πρόβατα
(1915)
Ερμηνεία: Μωρόν είναι να τάξη τις επιστάτην και διαχειριστήν της περιουσίας του άνθρωπου πλεονέκτην και άρπαγα
Όντας κλωτσιούνται τ' άλογα αλλοιά από τα γομάρια
(1938)
Όταν πιάνονται οι μεγάλοι, αλλοιά πο τους μικρούς
Ξέρει το μάθημά του απ' όξου κι ανακατωτά
(1922)
Ερμηνεία: Επί των καθ' υπόδειξιν λαλούντων και δρώντων
Ο κάττος τσι' αν εγέρασε τα νύσια πούσιεν έσιη
(1940)
Συλλ. μαθητής Οδυσσέας Οικονομίδης
Αν μου ασπρίσαν τα μαλλιά, ασπρίσαν και τα γένια, αποκάτω είναι ντρένια
(1963)
Ερμηνεία: Ντρένια σημαίνει παρδαλά, άλλα μαύρα, άλλα άσπρα. Η παροιμία σημαίνει οτι τα άσπρα μου μαλλιά δεν σημαίνουν πλήρη ανεπάρκειαν αλλά κατά το ήμισυ διατηρεί την παλιά ικανότητα
Όπου έχει ένα, δέν έχει κανένα
(1953)
Περί τέκνων
Κι ο άσπρος σκύλλος στο παμπούκ παζάρι κι αυτός ζημιά είνε
(1937)
Παζάρι = το βαμβακοπάζαρο
Της πόρνας τους όρκους και του γεννάρην τον καιρόν ποτέδου μην πιστέψης
(1940)
Συλλ. μαθητής Ευάγγελος Γεωργίου
Γης μαδγιάμ
(1930)
Ευτελής καταστροφή “το 'καμε γης μαδγιάμ” = το 'φαγε εντελώς το χωράφι περί ζώων λέγεται
Σο γάμος με το κόσκινο να κουβαλέσω νερό
(1938)
Λέγεται ειρωνικώς προς τους νέους δια τας προσφερθείσας υπηρεσίας των
Τ' άσπρα κατεβάζνε τ' άστρα
(1938)
Τ' άσπρα=τα χρήματα
Μωρέ άσπρου δουλεία να μην κάνη το κοιλιόρεμα
(1920)
Άσπρου πράμα δεν έγινε φέτο. Εις το ενού λεφτού δουλειά δε σου κάνει, έχομεν την μετάφρασιν μετά τον εξαφανισμόν του τουκ. Άσπρου
Άσπρο είναι το χιόν' άμα του πατούνα οι σκύλ'
(1936)
Ερμηνεία: Όλα τα καλά πράγματα δεν έχουν την αρμόζουσα σ' αυτά θέση
Όσ' άστρα έχ' ο ουρανός κι η Πόλη παραθύρια
(1940)
Πόλη = πόλις