Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2101-2200 από 3022
Κάθε αρχή δύσκολη
(1917)
Τα μεταξωτά βρατζιά καλά ένι μα μόνον οι δεσποτάες τα φορούν
(1953)
Όλοι θέλουν τας υλικάς απολαύσεις αλλά ολίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι το επιτυγχάνουν
Πιάς το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
(1963)
Π. χ., Μα είdα να σου κάμη πούναι φτωχός; Bορεί να σε βοηθήση; Πιάς εδά, λέει, το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
Πολλοί πεθαμένοι στέκουν στου αρρώστου το κεφάλι
(1922)
Επί των επισκεπτομένων ασθενείς και τελευτώντων προ του θανάτου αυτών
Όποιος ανακατώνεται με τα πίτυρα τον τρών' οι κόττες
(1922)
Αναάλογος τη : “μαζί με το ξερό καίει και το χλωρό”
Ο άτυχος και στα ρόδα να πέση, σπάζει τη μύτη του
(1953)
Λέγεται για τον άνθρωπον που πάντα αποτυγχάνει
Τί παλεύετε καί φρίζει ο κόσμος; Μιά βολά ο ένας, μιά βολά ο άλλος!
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αυτός κόβει κάτι ρέπες!
(1924)
Λέγει μεγάλα ψεύδη
Στην ανυdριά καλό gαι το χαλάζι
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχη σπάνις, και το ελάχιστο είναι πολύτιμο
Που καβαλλικεύγει ξένον άλοο, γλήορα ξεπεζεύγει
(1963)
Δηλαδή όποιος στηρίζεται σε ξένη δύναμη, γρήγορα μένει έκθετος
Αλί σε τσείνονε που δεν έχει νύχια να ξυστή τσαι γόνατα να δράμη
(1908)
Δυστυχώς είναι εκείνος όστις δεν έχει ιδίας δυνάμεις, ίνα δι' αυτών κατισχύση των δυσχερειών, προς ως εκάστοτε παλαίει
Αρχοντιά το πράζομε και γιούφτκα τα περνούμε
(1915)
Ερμηνεία: Λέγεται κατ' ανθρώπων οι οποίοι προ των άλλων δαπανώσιν ελεθερίως παρά των υλικών των καταστεί κατ' ιδιίαν δε διάγουσι βίον λιτότατον. Αξιοσημείωτον δε είναι τι
Ποπανωθιός του κερατά ξυλιές του βγαίνουν κι όλας
(1919)
Ποπανωθιό = ποπάνω, εις επίμετρου
Αρχαί ωδίνων
(1943)
Όταν αρχίζη κανένα βάσανο μόλις τώρα και φαίνεται πως θα τραβήξη σε μάκρος. Εδώ υπάρχει κατά πάσαν πιθανότητα και παρανόηση των πόνων της γυναίκας που γεννάει, με τη λέξη οδύνη, που έρχεται πιο γνώριμη στο λαό
Ακόμα δεν καβαλλίκηψις μην ταράϊζ' τα πουδάργια
(1939)
Ερμηνεία: Επί υπερβολικώς αισιοδοξούντος
Χειμωνιάτικη γέννα καλοκαιρινή χαρά
(1934)
Με την παροιμίαν αυτή υποδηλούται ότι όταν τα Χριστούγεννα είναι χειμών δρυμής το θέρος θα είναι ευάρεστον
Μεταξύ μας ασπαλάθροι θα φυτρώσουν
(1917)
Ερμηνεία: θα νίνωμεν άσπονδοι εχθροί. Ασπάλαθρος (ο), φυτόν ασπάλαθρος
Τρείς τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξη το Μεγάλο Πάσχα
(1934)
Με την παροιμίαν αυτή ορίζονται αι ημέραι αργίας αι οποίαι δικαιολογούνται κατά τα εορτάς ταύτας
Έστρεφεν η καντάρα θα τα πάρη αντάρα
(1940)
Συλλ. μαθητής Ευάγγελος Γεωργίου
Παροιμία
(1963)
Πελλός τζ' άρκος κατά πον να του δόξει
(1951)
Ο μεν τρελλός μη λογαριάζοντας κανένα ένεκεν της μωρίας του ο δε άρχοντας δια των χρημάτων του
Όπου πεινά για ν' αρκονταίνη μόνο η πείνα του πομένει
(1958)
Λέγεται διά τους πολύ φιλάργυρους
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'κλανες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'πινες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Πάει το νερό στην Κάτσαρη; Μεις το κάνουμε και πάει
(1941)
Λέγεται επί αδυνάτων ή όταν λέγη κανείς παραδοξολογίες
Οι αρρώστιες bαίνουν με το σακκί και βγαίνουν με το βελόν'
(1922)
Επί των νόσων ως δυσεκβλήτων
Δ' του κοτετσ' δγυό φορές δε μπαίν' η αλπού
(1918)
Ερμηνεία: Το δις εξαμαρτείν ούκ ανδρός σοφοί
Τον αγαπά ο Θίος, παιδεύγει τον
(1917)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των υφισταμένων πολλάς δυστυχίας εκ μέρους του Θείου
Έκαμε μια τρύπα 'ς το νερό
(1906)
Παστρικιά Θοδώρα μι του τσαρούχι μέσ' την πίτα
(1918)
Περί των ρυπαρών και ανεπιτηδείων
Των αρχόντων τα παιδιά με την ακουή παντρεύονται
(1928)
Η παροιμία λέγεται επί της φήμης
Παστρική καλή μου νύφη το παπουτσι στο τσουκάλι
(1922)
Ερμηνεία: Επί ρυπαρών και ανεπιτηδείων
Ο άτυχος, απόθ' gι' ά bάη, δε gάνει τύχη
(1963)
Απόθε=από όπου
Ο ψέφτης και ο κλέπτης τον πρώτον χρόνον χαίρετε
(1940)
Συλλογή μαθήτρια Νεφέλη Κ. Τσακούσιη
Σα δεν αδειάση η μιά σακκούλα μέσ' στην άλλη έν αρχοντίν'ς
(1935)
Αρχοντίν'ς=δεν αρχονταίνεις
Ήθιλές τα κ' ίπαθές τα
(1940)
Σιαφράν κι φούναμα κι τ' άσπρα πούνdα
(1915)
Επί των απόρων των ενδυωμένων πολυτελώς
Οι ψείρις κουλλούν, η αρχουνdιά δεγ κουλλάει
(1915)
Ειρωνικώς προς τους συναναστρεφομένους πλουσίους
Όταν αστράφτη ο Μάστορας θα βρέξη
(1956)
Μάστρορας = Μαΐστρος
Μ' έβγαλες ασπροπρόσωπο
(1956)
Ερμηνεία: Ήτοι, δεν με επρόσβαλες, με εδικαίωσες
Ο κόλος ο τίτσυρος είδεν το βρατζίν τζι εσιέστην
(1953)
Δια τους ασυνήθιστους εις κάτι, δια τους πρωτόπειρους
Άσπρου είν' κι του χιόν' αλλά του χέζ'ν κι τα σκλλιά
(1939)
Ερμηνεία: Επί εκείνων που καυχώνται δι ανάξια λόγου
Άσπρα γρόσια για μαύρες μέρες
(1939)
Επί εκείνων που εξοικονομούν κάτι τι διά να το έχουν εν καιρώ ανάγκης
Έππεσαν τ' άστρα κι εφάαν τα οι χοίροι
(1932)
Ξεπεσμός αριστοκρατίας
Οι ατζαgανιές τσ' παρ'CH'κιάς ή του τέστου
(1960)
Το πολύ κάψιμο της φωτιάς προμηνύει βαρύν χειμώνα και κρύα πολλά
Το τσανό ασό μεθυσμένο φοβήθεν
(1938)
Το τσανό = ο τρελλός
Έκλασεν ο σοίρος τζ' έβκαλεν αγγόνιν
(1940)
Ερμηνεία: Επί γεγονότων που δεν έχουσι καμμίαν μςταξύ των σχέσιν
Η ζουρλαμάρα δεν πάει στα βουνά
(1937)
Ζουρλαμάρα=τρέλλα
Όνομα κι μη χουριό
(1922)
Ερμηνεία: Όταν κατακρίνης τινα ως μη ηθικόν, μη αναφέρης το όνομά του, ομιλεί γενικώς
Μάρτης γδάρτης παλουκοκάφτης και κοφρινιδοτινάχτης
(1912)
Ερμηνεία: Γδάρτης, διότι υπό το ψύχους ψοφά (θανατώνει) τα γαϊδούρια και το μεσημέρι εκ της μεγάλης ζέστης τα βρωμά και τα γδέρνουν. Παλουκοκάφτης, διότι τελειώνουν τα ξύλα του χωρικού και καίουσι τα παλούκια (πασσάλους) ...
Κλωτσειούνται τ' άλογα αλιά απ' τα γομάρια
(1902)
Ερμηνεία: Όταν πιάνονται οι μεγάλοι υποφέρουν εκ τούτου οι μικροί
Μη γυρεύεις της μάννας σου τα χάδια
(1924)
Μη γυρεύεις μεγάλα πράγματα, μεγάλες καλωσύνες, μεγάλες περιποιήσεις
Η ζουή τ' κρέμιτ' απού νια κολυνά
(1923)
Δηλαδή είναι επικίνδυνος
Όποιος ανακατώνει μέλ΄, αγλείφει τα δάχτυλά του
(1922)
Ερμηνεία: Επί των οφειλομένων εξ υποθέσεων και επιχειρήσεων, ων μετέχουσιν
Κει που έβαλε ο γνωστικός το μάτι, έβαλε ο ζουρλός το χέρι
(1924)
Πολλά τα οποία ο φρόνιμος επιθυμεί αλλ' εκ σεβασμού ή άλλου τινός αποφεύγει, εκτελεί ο τρελλός
Δε βλέπει τη μύτη του από το μεθύσι
(1925)
Ερμηνεία: Επί οινοπότου
Που ζει, μεταζώνεται
(1963)
Δηλαδή η ζωή παρουσιάζει πολλά απρόοπτα ευνοϊκά για μας
Πόσους πεθαμένους βλέπω στου αρρώστου το κεφάλι!
(1936)
Γλυτώνει ο άρρωστος, πεθαίνουν αυτοί που παραστέκουν
Θ' τ' κόψω ραπανίδα
(1918)
Ερμηνεία: Θα διηγούμην αυτώ πολλάς ψευδείς ιστορίας
Τα μάτια διασάκι δεν έχουνε
(1917)
Διασάκι = εμπόδιο
Που πάρη χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν' στο διάολο κ' η κακουδιά (ασχήμια) του μένει
(1919)
Πέρπυρα = υπέρπυρα – κακουδιά = καχεκτικός
Μήτε τ' αγίου κηρί, μήτε του παιδιού κουλούρ'
(1939)
Μην τ'αξης μιαν τάξη πρέπει να το δώσης
Μάρτις, γδάρτης, παλουκοκάφτης
(1917)
Ερμηνεία: Ότι συνήθως κάμνει κρύο τον Μάρτιον