Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 75974
Βρωμά το ψάρι από το κεφάλι
(1910)
Εύρισε στο νήλιο
(1930)
Όταν είναι κάτι μαραμένο
Εκόπην η καρδιά μ'!
(1923)
Ετρόμαξα
Το γινάτι βγάνει μάτι
(1920)
Γινάτι=πείσμα
Στα γεράματά μας τζέρρατοι
(1931)
Για κομψευομένους γηραλέους
Λέγω τα πουγαλεμένα μ'
(1911)
Κάκκαδο μου γινες
(1902)
Ερμηνεία: Εμπόδιο
Κούπα ανάσκελα
(1911)
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια
(1937)
Είναι στη λάβρα του
(1919)
Ου Θιός δεν είνι βλάχους
(1959)
Ο Γενάρης γεννά τζαί πογεννά
(1931)
Είναι άστατος μήνας δηλαδή
Κοράγγιος
(1917)
Ερμηνεία: Επώνυμον παλαιού εμπορικού οίκου εν Κερκύρα με τιμίαις ωρισμέναις και ολίγον μεγάλαις
Τ'ν έφαε τ' bήττα
(1943)
Απέτυχε
Απόχει χάνει
(1935)
Απόχει χάνει = απόει χάνει ή απέει χάνει
Να λέπτά, δός μου κρζάς
(1943)
Πάρε όνομα και πέσε κοίμου
(1937)
Ζέφκι αγάς, στα κόπρια (Βεν. Παρ. 91 Ζ 9)
(1923)
Ζέφκι=η λέξις τουρκική, σημαίνουσα διασκέδασις, απόλαυσις
Εις μεγάλο κακό χρειάζεται μεγάλο γιατρικό
(1906)
Ερμηνεία: Εις μέγα έργον απαιτείται μέγα αντιστάθμισμα
Εσύ αν είσαι αλεπού, εγώ πα είμαι τ' ουράδι σ'
(1939)
Εσύ αν είσαι η αλεπού, κ' εγώ είμαι η ουρά σου
Να bεdε δό μ τσιτσί
(1917)
Ξωπαναυρα χωργκάτης αλλαμένος
(1930)
Ερμηνεία: Επί των πειρωμένων να κατορθώσουν τι, αφού απολέσθη η προς τουτο ευκαιρία, ως πράττει ανόητος τις, ενδυόμενος μεγαλοπρεπής (αλλάσσων) “κατόπιν εορτής”
(Είναι) διάολος από το ρέμμα!
(1938)
Ερμηνεία: Λέγεται επί παμπονήρου
Άρκος και πελλός όπως του δόξη
(1943)
Ο πλούσιος και ο τρελλός έχουν ιδιοτροπίες και παραδοξότητες εξ ίσου
Ερόdων, έπαιρνε βουλή κι' αθρώπω μαθημένω, οπόχουσι bολύ ψωμί κι' αλάτσι φαωμένο
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να συμβουλευώμεθα τους ηλικιωμένους και τους έμπειρους
Κι' αν καλοβόσκω χουμά θα πιω, κι αν κακοβόσκω χουμά θα πιω
(1917)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Δούλιυέ μι κακουρίζ'κι να μη γένου σαν κι ισένα
(1915)
Επί της εκμεταλεύσεως των πτωχών εκ μέρους απλήστων πλουσίων
Καλεμέντσα κοσσάρα στην αυλή μ', κάν κι ώβαζ σα μ' ώβαζ
(1911)
Καλεμέντσα = όμορφη
Η πολυσπορά νικά την αστοχιά
(1928)
Όταν έχεις πολύ σπόρο σπαρμένο όσο κι αν αστοχήσεις πάλι θα κάμης και πολύ καρπό
Ο κλέφτης το εβέdισμα 'ια παναΰρι το 'χει
(1934)
Τονίζεται ο βαθμός της αναισχυντίας του κλέπτου και οιουδήποτε άλλου κακοποιού
Κάλλια τ' Αγι' Αντωνιού φωτιά, παρά τσ' αγάπης κρίση
(1940)
Η φωτιά τ' Αγι' Αντωνιού αλίμονο να σε κάψη
Αν κάναν όλες οι μέλ'σσες μέλ' θα τρώγανα κ' οι κατσιβέλ'
(1916)
Ερμηνεία: Ήτοι όλοι οι άνθρωποι που είναι χρήσιμοι εις την κοινωνίαν
Κάθε κατεργάρης στο bάγκο του
(1920)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Βάστα, 'έρο, βάστα και, σαν απεθάνης, άσ'τα
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να κρατάμε μέρος της περιουσίας μας μέχρι του θανάτου μας
Ατά έν' gόσμος! Υρίζει ανdί κωθάρα
(1951)
Αυτός είν' ο κόσμος! Γυρίζει σαν κλωθάρι. Οι τύχες των ανθρώπων αλλάζουν. Κωθάρα είναι το αδράχτι που γνέθουν με το ακτινωτό σφοντύλι
Είναι νερό για λειτουγιά
(1953)
Λέγεται ειρωνικώς επ' εκείνων που θέλουν να φαίνωνται αθώοι, ενώ γέμουσιν απομημάτων
Ο λύκος πρόβατο δε γίνεται κι' αν γίνη δεν κουρεύεται
(1956)
Λέγεται για ανθρώπους ατάκτους
Μπαίνει, βκαίνει σαν τογ κώλον της όρνιθας
(1940)
Δι' όσους είναι ανήσυχοι ως τα παιδιά, που “εν έχουσι κάτσιμον μηδέ παμόν”
Όποιος περιμένει απ' αλλουνού σκουτέλλι, ένει νηστικός
(1952)
Σκουτέλλι = βαθύγυρο πιάτο, σα γαβάθα
Να το γρόσ' δό μ' το ψάρ'
(1915)
Δόμ' ή πάρ'. Ερμηνεία: Λέγεται κυίως κατ' εκείνων οίτινες χωρίς να εξετάσωσι το ποιόν του υπ' αυτών αγορασθησομένου πράγματος και να ερωτήσωσι περί της τιμής αυτού προβαίνουσιν είς την αγοράν, έπειτα δέ και κατά πάντων των ...
Βάλε κουτσιά, στημ ποκουτσιάν, να ξηλειφτής τοσ σπόρον
(1940)
Κατά την “ποκουτσιάν” νέα καλλιέργεια κουκιών, δεν θα αποδώση τίποτε διά το παράκαιρον, όπως και καθετί που διαπράττεται ακαίρως
Με τον οκτρόν μου να δω, με τον σταυρόμ να βάλω
(1920)
Οκτρός = εχθρός, διάβολος
Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι
(1916)
Δίκηον έχει το καλάμι δίχως άνεμο να σειέται αμ' εσύ ξεροκουλούμπα ποιός σε σείει και σειέσαι;
(1940)
Ξεροκουλούμπα = το στέλεχος της κράμβης
Μάης μαΐτσης μαγιανός και Θεριστής θεριστινός
(1952)
Μαΐτσης, μαγιανός = φτιαστές λέξεις, επειδή ο Μάης έχει ομορφιές και μάγια, μα ύστερα έρχεται ο Θεριστής (Ιούνιος) που μας θερίζει από την πείνα. Η νέα σοδειά δεν έγινε ακόμη
Αφήκαμεν τα θέρη μας και ξικανναουρίζουμεν
(1943)
Δηλαδή, αφίσαμεν τα ουσιώδη και ασχολούμεθα δια τα επουσιώδη
Τα ξένα παίνηυέ τα κι μην τα πιρπατάς
(1918)
Ερμηνεία: Δύσκολος ο βίος της ξενιτειάς
Μαυλάει τον καυγά
(1953)
μαυλάω (ρ.)=καλώ οικόσιτα ζώα δι' ειδικής δι' έκαστον φωνής. Η φράση “μαυλάει τον καυγά” σημαίνει επιδιώκει φιλονικίαν
Αρχοντικά πορεύκονται και σκύλλικα κοιμούνται
(1943)
Δι' εκείνους που επιδεικνύουν πολυτέλειαν ενώ εις την πραγματικότητα κακοπερνούν
Δο μ', κυρά μ', τον άντρα σου και συ κράτα τον κόπανο
(1956)
Λέγεται για τον ανυπόμονο
Στου διάουλου κ' ένα κιρί
(1915)
Ερμηνεία: Επί των προβαινόντων εις θυσίας προκειμένου να ίδωσι συμβαίνον τι όπερ δεν ήλπιζον (αδιάφορον αν ωφέλιμον εις αυτούς ή όχι). Και η αντίθεσις της προσφοράς του κηρίου (πράξεις ευσεβούς, προς τον διάβολον δεν είναι ...
Ράβε ξήλωνε δουλειά να μή σε λείπη
(1937)
Καστορία
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος ανεφορεί και σέλα
(1938)
Αυτός που δεν έχει αξία, όπου κιαν φτάση πάλι δε θέλη αξία
Διαουλουκαβαλ'κεμένους
(1915)
Ερμηνεία: Επί των εκ πείσματος επιμενόντων εις τι ή αρνουμένων να πράξωσι τι
Όποιος δε(ν) θέλει κτύπους 'ς του χαρκιά δεν πάει
(1917)
Λέγεται επί ανθρώπων, οίτινες αναλαμβάνουσιν έργον ανώτερον των δυνάμεων των και μη δυναμένων να το φέρωσιν εις πέρας
Η μάνα 'έρει παιΐ τσαι πάλι “μα” φωνάζει
(1932)
Ουδέν ισχυρότερον της προς την μητέρα στοργής των τέκνων
Παπά γιος διαβόλου αγγόνι
(1922)
Ερμηνεία: Επί των τέκνων των ιερέων συνήθως κακών και αναγώγων
Πήρ' ο τυφλός κατήφορο
(1922)
Ερμηνεία: Επί των αρξαμένων τι και μη δυναμένων είτα να παύσωσι
Όποιος στα λόγια σου θαρρεί στους όρκους σου πιστεύκει, στην θάλασσαν πιάννει λαούς τζιαι στα βουνά ψαρεύκει
(1954)
Ερμηνεία: Επί εκείνων, οι οποίοι κατέχονται από το πάθος του ψεύδους
Άλλοι μπαίνουνε στσι κήπους κι άλλοι παίρνουνε τους χτύπους
(1938)
Όταν παθαίνει άλλος αντ' άλλου
Κάμνει ο κλέφτης ταρασ'ήν, να φοηθή που χάση
(1948)
Κάνει ο κλέφτης ταραχή, να φοβηθή όποιος χάση
Τομ μουλόν ποταμό να φοβάσαι
(1949)
Παρεμφερής την Αγγλική: Stillwaters run deep
Ό,τι βρέξ' ας κατεβάση
(1922)
Επί των επακολουθούντων δεινών εκ τινας ενεργίας
Τσαμ μαού τημ μάνασ σου, μάει τη τσαι σου
(1934)
Όταν οι πολλοί και ισχυροί οικειοποιούνται παρανόμως τα συγγενικά αγαθά, μη κάθου με εσταυρωμένας χείρας αλλά προσπάθησε να αρπάσης και συ ό,τι δύνασαι διότι και τούτο κέρδος είναι
Εμπήκε το νερόν στ' αυλάτζιν
(1940)
Όπως το νερόν όταν μεταχετευθή αρδεύει τον κήπον μας, ούτω και κάθε εργασία τακτοποιηθείσα επιτελείται καλώς
Τούν καβαλλίκιψ' ου διάουλους
(1915)
Ερμηνεία: Επί των εκ πείσματος επιμενόντων εις τι ή αρνουμένων να πράξωσι τι
Η καθένας για τον εαυτό τ' , ο Θεός για όλους
(1937)
Το έλεγαν για να μη βοηθήσουν ανθρώπους δυστυχείς, προς τους οποίους είχαν κάποια ηθική υποχρέωση
Κ' έχ ο σκύλον, ντο θ' αλέθ'
(1911)
Μας 'πικόπκι τ' κιφαλιού τ'
(1930)
Κατήντησε να κάνη ότι του καπνίση
Δάρε στα ξ' μερώματα ποιός έχει αυγά για κλώσσα!
(1943)
Όταν ζητά κανένας κάτι την τελευταία στιγμή και σ' ακατάλληλη ώρα.
Κυρά ρουχούτσια δίγωσε, κάλλια να δής' ο Θεός ισ'
(1911)
Δίγω = δίνω