Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1601-1700 από 3022
Βρουμάει απ' οθι να τουμ πιάης αυτόν
(1923)
Δηλαδή, είναι ανηθικότατος
Τρώεις σούππαν άρρωστε;
(1951)
Όταν προσφέρεις κάτι σε κάποιον και τον ερωτάς αν το θέλη, παρ' όλον που γνωρίζεις ότι του αρέσει πολύ
Άσπρος ήλιος μαύρη μέρα
(1958)
Ερμηνεία: υπονοεί ότι θα συνεφιάση ο ουρανός και θα αρχίση να βρέχη, διότι συνήθως το πρωί που βγαίνει ο ήλιος άσπρος ή το βράδυ που πλησιάζει να βασιλέψη και είναι άσπρος υπάρχουν διακεκομμένα μάυρα σύννεφα που εμποδίζουν ...
Άσχημη μου, φέρε 'α φάνε κι ομορφή μου τι 'α φάμε
(1964)
Στην προξενειά
Με τ' ασημοσφόντυλα με είπανε κοχεύτρα
(1938)
Δηλαδή, άμα πληρώνης, κάνεις δουλειά κοχεμένη, καλή
Άντρα θέλω – τώρα τόνε θέλω
(1938)
Με τον αετό που κάθομαι κουρούνα δε φοβόμαι
(1908)
Ούτως ισχυρόν προστάτην έχων δεν φοβούμαι τους φαύλους
Τα λέει ουρθά κουφτά
(1910)
Μετά τραχείας ειλικρινείας
Το κακό είν' ανερίφνητο
(1963)
Δηλαδή δεν μπορούμε να ξέρωμε με βεβαιότητα το δράστη ενός κακού
Αρχοντιά το πράζομε και γιούφτκα τα πορεύουμε
(1915)
Ερμηνεία: Λέγεται κατ' ανθρώπων οι οποίοι προ των άλλων δαπανώσιν ελεθερίως παρά των υλικών των καταστεί κατ' ιδιίαν δε διάγουσι βίον λιτότατον. Αξιοσημείωτον δε είναι τι
Άρρουστους π' δε γ καν' τ' σταφίδα τρεις χαψιές, τι άρρουστους είνι
(1915)
Ειρωνικώς προς τους ελαφρώς ασθενείς
Έπεσαν τ' άστρα τ' ουρανού και τάφαγαν οι χοίροι
(1910)
Τα άγια τοις κυσίν
Αυτή η ασθένεια ουκ έστι προς θάνατον
(1910)
Ιησούς Χριστός
Η πέτρα τρώει το σκοινί και το σκοινί την πέτρα
(1938)
Η παρομοίωσις προέρχεται από το πηγάδι, εις τα χείλη του οποίου χαράσσονται αύλακες από το τράβηγμα του σχοινιού
Ν' απλώνης τα ποδάρια σου ίσαμε το πάπλωμά σου
(1937)
Ερμηνεία: Μην κάνης πάρα πάνω από τη δυναμή σου
Ο θεός τα πέμπει τ' αρφανά, κι ο θεός τα προστατεύγει
(1917)
Ο θεός καθιστά πολλούς ορφανούς αλλ' όμως και τους προστατεύει
Γειά σου γέρο! Ασκιά μουσκεύω
(1940)
Σπέρω (πολλά)
Το 'βαλα τς αστραπής
(1929)
Το παρημέλησα τελείως
Εύρες το δεν εύρες το βρέσ' το και καβάλλα το
(1918)
Σημ. Ταύτης χρονικά
Πότ' αυγά, πότε τυρί δε μας λείπ' η αρτυμή
(1908)
Όταν πρόκειται να δηλωθή ότι τις ικανός της εδωδής απολάυει
Ο άρκοντας έφαν τζ έβρασεν τζι ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν
(1931)
Θέλει να δηλώση πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαΐ του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος φοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει
Άσπορος μη μείνης άθερος δε μένεις
(1952)
Κακό είναι να μη σπείρη κανείς διόλου ένα χωράφι, αλλιώς αν σπείρη, κάτι θα θερίση
Από Μαρτιού πουκάμισο κι' απ' Αύγουστο πανωφόρι
(1953)
Λέγουσι
Ξένα δόντια ξένο σιτάρι ποιός αδειάζει να μασσάη
(1916)
Ερμηνεία: Επί των επιδεικνυομένων παρασίτων
Του φτωχού η πομπή στο κούτελο, και τ' άρκοντα στο γόνα
(1952)
Γιατί από την παρέα του κατώτερού του ο άρκοντας κάτι περιμένει
Αρχοντοσυμπεθέρεψες; Κακή φωτιά που άναψες
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Τ' αρκοντικό ψωμί έχει εφτά φλούδες
(1952)
Δουλεύεις σκληρά, ή παθαίνεις στενοχώριες για να το φας
Ηπήε για μαλλί, τσ' ηβγήτσε κουρεμένος
(1957)
Αντίθετος η έκβασις
Έβαλε το κεφάλι του στον τορβά
(1929)
Φράσις προελθούσα εκ του ληστρικού εθίμου που αποστέλλει την κεφαλήν του θύματοε εις τους συγγενείς του μέσα σε ντορβά
Κάλλιο μέσα μου παρά όξου μου
(1915)
Έλεγε φαγάς τις δικαιολογούμενος
Η ακαμωσιά γυμνώνει κώλους
(1949)
Μιλεί σ' άστρο του σήμερα
(1952)
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος! Στο ποτάμι φαίνεται
(1910)
Όταν πλένουν αι γυναίκες
Αθ θέλης να φυής τησ σκάλαν αρκίνα που το πρώτον σκαλίν
(1953)
Να φυής=να ανεβής, Αρκίνα=άρχισε
Εμέ το κάνεις τ' αρφανού, παιδιά θα κάμηε να το βρουν
(1917)
Δεν πρέπει επ' ουδενί λόγω να βλάπτωμεν και να συκοφαντώμεν τα ορφανά διότι πιθανόν και ημείς ν' αποκτήσωμεν τέκνα, άτινα δυνατόν να πάθωσι το ίδιον
Μας δέχιτι σαν τ' βρουχή στ' αλών'
(1939)
Δια τον ανεπιθυμήτως δεχόμενον φίλους ή συγγενείς
Εμείς ψωμί δεν έχομε, ρεπανάκια για την όρεξη
(1929)
Πρώτα να εξοικονομούμε τα απολύτως αναγκαία και κατόπιν τα άλλα
Έχεις γρόσια έχεις γλώσσα
(1929)
Μεγάλη είναι η δύναμις των χρημάτων. Ένας πτωχός δεν έχει το θάρρος να λέγη ελεύθερα τη γνώμη του
Αυτός είναι ατσαλόστομος!
(1910)
Αισχρολόγος
Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι στο στουκάλι
(1907)
Ρυπαρότης οίκος
Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος
(1914)
Λουκ. Δ. 4
Απ' τα θησαυρισμένα δίκαια παίρνει ο διάβολος τα μισά κι' απ' τ' άδικα κι αυτόν τον νοικοκύρη
(1922)
Ερμηνεία: Επί της αστασίας του πλούτου
Ο δάβολον πολλά ποδάρα έχ'
(1929)
Ερμηνεία: Ο διάβολος πολλά πόδια έχει
Άρχοντας σαρακονιάρις, ζήτουλας και σαινεσιάρις
(1907)
Μεμψιμοιρία, κερδοσκοπεία και αλαζονία ηνωμένα
Άσπαρτα κι αθέριστα πόσα μόδια κάνουν;
(1955)
Λέγεται για τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι κάμνουν διαφόρους υπολογισμούς μελλοντικούς, ελπίζοντες
Δουλεύει γιά τήν αεροπορία
(1939)
Υπηρετεί πρόσθετον θητείαν. Η φράσις έχει πιθανώς την αρχήν της από τους διενεργούμενους τότε εράνους υπέρ της αεροπορίας
Έπρεπε το γιαίμα τ' πίστα
(1943)
Εκεδικήθη, του ανταπόδωσε τα ίδια
Αφού τ'ν έπαθ' η γριά, τραύαγι τουν μάνταλου
(1939)
Όπου απόλαυσις, εκεί μαζεύονται οι τείνοντες προς αυτάς
Πρέπει να τόχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες
(1954)
Για κείνους που προσπαθούν να κάνουν κάτι, μα δεν τα καταφέρνουν
Άσπρη αρχημενιά, μαύρος μήνας, μαύρη αρχιμενιά άσπρος μήνας
(1938)
Όταν η πρώτη του μήνα είναι καλοκαιριά ο μήνας θάχη κακοκαιρίες. Κατεγράφη και στη μετεωρολογία
Ν' αστράψη στο ξάστερο
(1963)
Πιστεύουν ότι όταν κανείς αδικεί ή είναι ασεβής, μπορεί να αστράψη ενώ είναι ξαστεριά και να τιμωρηθή δια κετακεραυνώσεως ο ασεβής
Εκάμεν τον απ' άσπρου
(1949)
Τον άρρωστο δεν τον ρωτούν
(1909)
Παστρικιά Θουδώρα κουτσουλιά 'ς την πίτα
(1939)
Ειρωνικώς επί ανοικοκυρεύτου και ακαθάρτου γυναικός
Δύσκολον είναι να γενή χοίρου μαλλ' ιμ μετάξι κι ο άσοος ο άνθρωπος να βάλη νούν και τάξη
(1932)
Εξύψωση της ευγενείας, καλής καταγωγής. Άσοος = χωρίς σόϊ, βλ. Χωριάτης απάνθρωπος
Άσπρον άσπρον γκαι γεννά το ή πουλλdά
(1932)
Ερμηνεία: Ολοφάνερο πράγμα
Κι οι μύλοι αργούν κ' οι δούλ' αργούν κι οι γαιδάροι σκόλην έχουν
(1937)
Την εορτήν των Εισοδίων