Αναζήτηση
Αποτελέσματα 6601-6700 από 7438
Βάλε – λ' εν έχει
(1876)
Λε: βάλε κι ας μην έχη, λέει, δεν έχει
Με το καλώς να σ' εύρω με το καλώς να μ' εύρης, εγίναμε της μοίρας μας
(1876)
Με τα χωρατά
Ποιός επήεν κι΄ήρτεν και τα΄πε ;
(1876)
Ερμηνεία: στον Άδη
Είντα με μέλλει να χολιώ για ξένης μάννας γέννα
(1876)
Για ξένη = για κάθε
Σιφουνιόν αποδοσίδι τρεις ελιές κι έναν κρομμύδι
(1876)
Κατά εις χλεύην δια φιλαργυρίαν
Ένας λωλός ρίχτει μιαν πέτραν μέσ' στη θάλασσα κι' εκατόν φρένιμοι δεν ειμπορούν να την εβγάλουν
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μην πιστεύγης αν δεν δουν τα μάτια σου
(1876)
Μη πίστευε τάχιστα ατρεκέως τέρας όψη, μέμνησ' απιστείν, οι οφθαλμοί πιστότεροι ώτων
Αμολέρνω σε στους κάμπους και στα βουνά
(1876)
Ιστορική, παιδιά;
Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε
(1876)
Συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή;
(1876)
Λουκ. 24, 18
Πίττα μπρος και πίττα πίσω, να ΄βγω θέλω να μιλήσω
(1876)
Μύθος
Μαζί να κουβεντιάζωμεν και χώρια να μιλούμεν
(1876)
Λογαριαζόμεθα
Ποιός δεν αγαπά τον εαύτον του;
(1876)
Μάλιστα έκαστος αυτός αυτώ φίλος
Φυσικόν είναι κι΄η ευγένεια
(1876)
Εγώ το λέω, εγώ τ' ακούω
(1876)
Εγώ = κι εγώ
Η αξίνη και το φκυάρι θα γλιτώσουν τον παθιάρη
(1876)
Ειν' το χάρζι του
Ήφαε μαρούλι με το ξίδι, κι' όχι ξίδι με το μαρούλι
(1876)
Γαδάρου φυλλάδα = Ήγγιξε στο ομοούστο
Τα παθήματα γίνονται μαθήματα
(1876)
Ερμηνεία: Τα παθήματα του παρελθόντος γίνονται μαθήματα του μέλλοντος
Χαρά στον, πώχει αδέρφια
(1876)
Αδελφού υπ΄αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά και υψυλή ισχύει δε ώσπερ τεθελιωμένον βασίλειον
Η πάγα θρέφει σπίτι και το μερδικό σαν τύχη
(1876)
Ναυτική
Δός μ' αγέραν καί μέτρα μίλια
(1876)
Είπε το ιστιοφόρον πλοίον
Νηστεύγει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμίν δεν έχει
(1876)
Ποιήσωμεν την ανάγκην φιλοτιμίαν
Εμπρός εις τον τραουδιστή δεν βάλλω τον κλαψάρη
(1876)
Δια οίνον
Τα 'λία λόγια ζάχαρη και τα καόλου μέλι
(1876)
Η σιωπή χρυσή
Όποια δεν μιλεί, παίρνει τον γαμπρό
(1876)
Συμβουλή πλαγιά
Τα εν οίκω μη εν δήμω
(1876)
Σιωπή, τσιμουδιά
Δεν εχάθηκεν ο κόσμος
(1876)
Εχάλασεν... Δεν είναι χαλασμός κόσμου. Κα κι εχάλασεν ο κόσμος;
Κάμε με, μάννα μου, να μοιάσω του κυρού μου
(1876)
Ερμηνεία: Γέννησέ με
Πο πίσ' αφ' τον τραουδιστή να βάλω τον κλαψάρη;
(1876)
Δια οίνον
Πέρα βρέχει
(1876)
Αδιαφορεί, κάνει τον κουφόν. Δεν του δίδει χέρι. Δεν μέλει άλλων έγνοιαν ή δεν έχει
Έχει το και μυρίζει, λε μόσκον κρατεί
(1876)
Ειρωνικώς
Δέκα Σαββατοκύριακα ρούχον δεν κατελυέται και μιάν Δευτέρα το ταχύ εκόπην η τιμή του
(1876)
Κατελυέται = κατηοριέται
Μιά ροπή και ταύτα πάντα
(1876)
Ερμηνεία: Μια στιγμή – εξυπακούεται το “Θάνατος διαδέχεται – επικήδ.