Αναζήτηση
Αποτελέσματα 6001-6100 από 7438
Αν ήτον οι κολλιές καλές, ή'ελε να κολλιάζουν και τις γυναίκες
(1876)
Κολληά = κολληγιά
Ζήτημα Ανατολικόν (...κατήντησεν)
(1876)
Η σύντομος αύτη φράσις εγένετο από τινων ήδη ετών παροιμία, κατηγορουμένη επί πάσης υποθέσεως δύσκολον οπωσούν εχούσης την έκβασιν
Σηκώσου σύ, να κάτσω 'γ'ω
(1876)
Μηδέ στ' άρφα δεν είσ' ακόμη!
(1876)
Άρφα = άλφα
Τώρα στα γεράματα, μάθε, γέρο, γράμματα
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ο ένας όρτσα ο άλλος πόζα
(1876)
Αλί στον βλέπουν δεκοχτώ και δεν τον δέρν' ο νους του
(1876)
Τον = ον
Αλί στον δέρνουν δεκοχτώ και δεν τον δέρν' ο νους του
(1876)
Τον = ον
Αλί στον δέρνουν εκατό και δεν τον δέρν' ο νους του
(1876)
Τον = ον
Ποιός τον ανετιβάλλει στων ψυχών το κολλυβο;
(1876)
Το απαιτούμενο
Ήτο το βλαττίν καλό, εφάασίν το κ' οι γαδάροι
(1876)
Ειρωνική
Οκτώβρην κι΄ αν δεν ήσπειρες, οκτώ σωρούς δεν ήκαμες
(1876)
Κουκκιά
Πίνεις, Γιάννη, να σε κεράσω;
(1876)
Ιστορ. Ο μη έχων διάθεσιν να κεράση
Γυρεύγει το με το κερί
(1876)
Φιρί – φιρί. Per la monte dio
Δεν εσκούν ποτέ τα χείλη του
(1876)
Που βρίσκει και ξενοφιλά, τύφλα του κι αν παντρευτή
(1876)
Ξενοφιλά = αντικαθιστά ασεμνότερον
Αν εφτάξω να γλυτώσω δεν εβγαίνω πιο να κλώσω
(1876)
Ιστορ.
Νύφη νύφη κορωνάτη κι ο γαμπρός με το 'να μάτι
(1876)
Και άσμα
Ο καβγάς ήτο για το πάπλωμα
(1876)
Ναστραδέν Χότζας
Δέκα τα χα, κι' εννιά τα βρίσκω
(1876)
Χλεύη θηραίων
Αν φταίχω γω, να σκασ' ο άντρας μου κι' αν φταίχ' εκείνος, να σκάσ' εκείνος
(1876)
Ως το : ή όλοι να ελευερωθώμεν
Με το σκαμάγκι τράβα το γαίμα
(1876)
Βαμβάκι παίρνει... (σύρνει), Σκάμμα = Βυζαντ. Σημ. Ατάκι πτωχο πρ. Κ' Βυζαντιν
Τά γάρ οψώνια της αμαρτίας θάνατος
(1876)
Ρωμ. Στ' 23
Αστραπόβροντα θ' ακούσης,μα τ' αυγά σου μπα ν' αφήκης, (μη αφήκης)
(1876)
Πρός κλωσσούν και είς έθιμα
Ως που να σύρη τ'όναν του πόδι, τρών οι σκύλοι τ' άλλο
(1876)
Να σύρη ή να σύρ' εμπρός ή να σηκώση. Τρών οι σκύλοι τ' άλλο ή σκουλουκιάζει
Χωρίς πόρταν και βασίλην, τίποτε δεν αποστάζεις
(1876)
Αποστάζεις ή αφεντεύγεις ή εγλυτώνεις
Ένας νους, κι' εκείνος ρωμαΐκος
(1876)
Μωρός, διότι οι Ρωμαίοι, υπό μωρίας και αναξιότητος έχασαν την Πόλιν
Ως αετού η νεότης σου
(1876)
Λούζεις με χτενίζεις με, ξέρω ποιά 'ν' η μάννα μου
(1876)
Περί αγνωμοσύνης
Αργεί να πη τον λόο, μα σαν θα τον πη 'ναι πητιά
(1876)
Ειρωνική
Ο άνθρωπος στην ξενιτειά, μήδε φωνή, μήδ' ανεπνοιά
(1876)
Ώσπερ όρνεον, όταν καταπεταστή εκ της ιδίας νοσσίας, ούτε άνθρωπος δουλούται, όταν αποξενωθή εκ των ιδίων τόπων
Π' όν έχει μάνναν κι' αδερφή βουθά των νύχτα κι η αυγή
(1876)
Π' όν = δεν
Να ζήσης να γεράσης, και ψωμί να μη χορτάσης
(1876)
Και καταρ. ειρων.
Το ξύλο πελέκα το να ξιμπερδεύγη
(1876)
Αποστέφομαι τα μισά μέτρα. Ή όλα, ή τίποτε