Αναζήτηση
Αποτελέσματα 721-730 από 873
Φασούλιν και φασούλιν γομώνει το σακκούλιν
(1874)
Φασιόλος με τα φασιόλου πληροί σακκίον
Εσάλεψα τον ς σον Θεόν
(1874)
Ερμηνεία: εγώ αδυνατών δίκην λαβείν αφήνω αυτόν εις την κρίση του Θεού
Εδώκα σε έναν παράν και έρχισες άς δύω σε δύο και εστά
(1874)
Έρχισες ή ήρχισες. = Δόντος μου σοι εν λεπτόν ήρξα δώσω σοι δύο ίνα πάυση. Ερμηνεία: Επί ανθρώπων, οίτινες δοθείσηςαυτοίς αφορμήν ού παύσονται λέγοντες. Σημ. Παραπλησία και η των αρχαίων Δραχμήν μέν αυλεί, τεττάρων δ' ού παυεται
Σκοινίν κί δίω 'ς σήν γούλα σ
(1874)
Δίω ή δίγω. = Σχοινίον ού δίδωμί σοι διά τον τράχηλόν σου (αγχόνην δηλ). Ερμηνεία: Λεγομένη πρός πολλάκις αγνωμονήσαντας
Ο γυρευόν εγύρευεν κ έδίνεν για την ψχήν άτ
(1874)
Ερμηνεία : Επί των βοηθούντων τισίν εκ εκ βοηθείας, ης αυτοί παρ΄ άλλων τυγχάνουσιν
Από καλαμί εγένουμουν
(1874)
Από καλάμης (ίσως και από δρυός, από πέτρης) εγενόμων ή καλάμι υπερλειπόμην
Το καλόν θέλει κι αντίκαλον
(1874)
Το ευπαθείν απαιτεί και το αντ' ευ ποτείν
Πώς έρθεν απάν 'ς σα τέσσερα και είπεν την αλήθειαν
(1874)
Πως επί τα τέσσερα ελθών (Δηλαδή: Τοις τέσσερας πόδας) είπε την αλήθειαν.
Και τη μυμύιας τ' εντέριν και τα γλαντιάζει
(1874)
Και του εντέρου της μυίας το έλαιον (είτι πάχος) εξαιρείται
Έχεις κατούρημαν καθαρόν γαμ τημ μάνναν του ιατρού
(1874)
Έχων ούρον καθαρόν γάμησον την του ιατρού μητέρα