Αναζήτηση
Αποτελέσματα 91-100 από 885
Τημ μυρμήκαν καμέλιν ποίει
(1874)
Τον μύρμηκαν κάμηλον ποιεί
Εσύ πάς εκαρκάριξες κ' εσήβες 'ς σύν δουλείαν
(1874)
Και σύ ως ευσθενούσα δή μετέσχες της εργασίας ή του έργου. Ερμηνεία: Π. Ειρωνική επί των μή ευσθενούντων μετεχόντως δέ τινος εργασίας ες δή ασθενών
Έργον και δουλειάν εποίκες άτο
(1874)
Έργον και ενασχόλησιν εποιήσω αυτό
Άμον διμαγγείον μίαν αδά και μίαν ακεί
(1874)
Ως πεφυσιωμένος ασκός (;) οτέ μεν ενταύθα ότε δε εκείσε
Και τ' ελαίας τ' έξου και τ' οβγού ταπέσ
(1874)
Ερμηνεία: Θέλει τότε της ελαίας έξω και το εντός του ωού. Επί των ότι δυούν προκειμένου προς εκλογών του ετέρου, αμφοτέρων εφιεμένων. Ή εν συντόμω επί των πλεονέκτων
Το πολλά το γέλος φέρ και ολίγον κλαίειν
(1874)
Ο πολές γέλως επάγεται και ολίγον κλαύμα
Η πορδή έσπασεν ας σο γέλος
(1874)
Η πορδή εξερράγη εκ του γέλωτος
Η γραία τογ Καλαντάρην σύκα εγύρευεν
(1874)
Ερμηνεία: Επί ουκ εν δέοντα τω καιρώ αι τούντων τι . Σημείωση : Και Θεόφραστος (χαρακτ. ΙΔ) Και χείμωνος όντος μάχεσθαι τω παιδί οτι σικύους ουκ ηγόρασεν
Όλοι πάγουν 'ς σ' εμέτερα κ' εγώ 'ς σηγ γειτονίαν
(1874)
Πάντων εις τα ημέτερα (των ημετέραν οικίαν) φοιτώντων εγώ εις την γειτονίαν περιέρχομαι