Αναζήτηση
Αποτελέσματα 401-450 από 450
Ο πόλεμος είν' των ανδρών
(1873)
Όπου πολύ λ πέφτει όξω
(1873)
Τα καλά εν κόποις κτώνται
(1873)
Τα εν οίκω μη εν δήμω
(1873)
Από τα κεραμίδια τόπεσε
(1873)
Ερμηνεία: Επί ανελπίστου ευτυχίας
Η αμαρτία γεννά θάνατον
(1873)
Γεννάει
Σ' την άκρη σκάει η σφεντόνα
(1873)
Σφενδόνα
Μη σε γελάση ο μπάκακας και το χελιδονάτσι, αν δεν λαλήση ο τζίτζηκας δεν είν' καλοκαιράτσι
(1880)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ελευθέρα Κέρκυρα, χέζ' όπου θέλεις
(1807)
Πάλαι τόσον ερημώθη, ώστε καί παροιμία ερρέθη “ελευθέρα κ.λπ.”
Μη βλαστημάς τς αποθαμένους
(1873)
Ή νά ελευθερωθούμεν, ή νά χαθήτε
(1889)
Γέλωτα άσβεστον τού επροξενούσεν η ενθύμησις τής επιστολής φίλου τινός όστις τού έγραφεν από τήν Ευρώπην: “Ή νά ελευθερωθούμεν, ή νά χαθήτε”
Με πολλούς να μη τα βάνης
(1873)
Δό μ', κυρά μ', τον άντρα σ' και σύ κράτα τον κόπανο
(1873)
Ερμηνεία: Λέγεται και εκείνου όστις αιτείται τι παρά τινος, όστιςέχει άμεσον ανάγκην αυτού. Η παροιμία εγεννήθη ώς εξής: Γυνή τις χήρα ηράτο τούανδρός γειτονίδος αυτής ή φίλης της, καλοφλεγομένη δε υπό τολυ πάθους απετόλμησε ...
Από το κεφάλι μου ώς τον κ... μου, δεν μπορώ να μάθω την αλήθεια
(1889)
Ευρισκόιμενος εις τας Αθήνας έβγαλε εις τα οπίσθια έν ασπειρί. Δια ν αμάθη πόσον ήτο μεγάλο έκραξε έναν να του το ιδή, και αυτός του απεκρίθη, είναι σαν ρεβίθι, κράζει άλλον έπειτα τον ρωτά, και του λέγει είναι σαν καρύδι, ...
Νά 'βγαιναν οι ελιές κρασί κι' οι αλιγαριές τό λάδι οι πεθαμένοι καί νεκροί θά βγαιναν άπ' τόν Άδη
(1887)
Ερμηνεία: επί τών αδυνάτων νά συμβώσι. Εξ άσματος δημοτικού
Ομπρός είμαι γέροντας, οπίσω νεούτσικος, βρέφος σάν τό πουλί τής Αθηνάς – σοβαρό γέρικο ομπρός οπίσω ωρά μικρή, ασκόπουλο
(1889)
Τά έλεγεν εις Αθήνας όταν ήλθεν από τό Ναύπλιον καί ελογάριαζε παίζοντας τούς μήνας του, ως νά είχε γεννηθή όταν εξεφυλακίσθη από τό Παλαμήδι