Browsing by Source index
Now showing items 1-20 of 131
-
Άν μαγαρίσω, να ΄ν λαρδί, κι αν κλέψω να ν΄ λογάρι, κι αν πάρω και γυναίκα μου να νε παπαδοπούλα
(1893)Εν. λεξιολ. Σελ. 162 . μαγαρίζω, μαγαρίσω (και κατ΄ αναγραμμ. Γαμαρίζω ) Μεταβ. Και αμετάβ. - κόπρω μιαίνω, όζω -
Άντρας 'σαν είν' από σειρά και να 'ν' και παλληκάρι, ούλο το βιό σου ξόδιαζε φίλο να τον κάνης
(1893)Σειριά = γενιά -
Άσχημέ μου, πιάσ' να φάμε, κι ώμορφέ μου ίντα θα φάμε;
(1893)Εν λεξιολ. σελ. 154, Ίντα και ήντα = ίνα τι, τι, ότι, ποιός; -
Αδόδια ανάρηα, 'λίγα φεγγάρια
(1893) -
Αν δεν εμοιάζανε δεν συμπεθεριάζανε
(1893) -
Ανύπαντρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει
(1896)Ανάλογος τη των παλιαών : “Άκαιρος πρόξενος εις εαυτόν αφορά”. Ζηνόδοτ. Και Διογέν. -
Αρηά δόντια, ολιγόχρονος
(1893) -
Ας έχουν μοίρα τα προυκιά κι' ας είν' και κορκιδενια
(1893)Εν λεξιλ.: Κορκίδα (η) = τα αποκαθαρίσματα του λινού (λιναρίου), ή τα εξ ερίων εκκαθαρίδια -
Βλέπε με Θε' μ' από σπαό, και μαλλιαρή γυναίκα
(1893)Εν λεξιλ. σελ. 163: Μαλλιαρή γυνή = η έχουσα οιονεί γένειον και μύστακα όπερ θεωρείται εν Κρήτη ως κακόν σημείον