• Άμαχα κι' ατάραχα 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)
    Άξαφνα, αθορύβως
  • Αγιάζω και βλογώ 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)
    Κάνω ό,τι θέλω, έχω μεγάλη δύναμη, κάνω ζορμπαλίκια χωρίς να φοβούμαι τιμωρία από κανένα. π.χ. Αυτός αγι'αζει και βλογά = δέρνει όποιον θέλει, κάνει ζημιές στους καφενέδες, παίρνει πράματα από τα μπακάλικα χωρίς να πλερώνει κτλ
  • Ακριβός στη στάχτη και φτηνός στ' αλεύρι 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)
  • Αλλού βροντούν οι κανονιές κι αλλού χτυπούν τα βόλια 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)
    Ερμηνεία : Άλλος έκαμε μια δουλειά κακή και άλλον κάνουν και τον μαλλώνουν ή τον παιδεύουν. Για άλλον επίστευαν πως έκαμε μια δουλειά (καλή ή κακή) και άλλος την έκαμε
  • Εκατοντάρικο αυγό 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)
    Δηλαδή, άνθρωπος που πέρασε πολλά βάσανα και δεν έπαθε τίποτα η γειά του,δυνατός,γερός,που δεν αρρωστά.Εκατοντάρικο αυγό κυρίως το αυγό,το όπ' κατά λαϊκήν δοξασίαν,γεννά η κόττα ως εκατοστόν και είναι μικρόν και πολύ σκληρόν
  • Τ' ακριβοκόπου το πουγγί σε χαροκόπου χέρια 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)
    Ερμηνεία: Λέγεται για τους φιλάργυρους όπου έχουν παιδιά άσωτα, που ξοδεύουν αλύπητα όσα ο πατέρας τους μ' όλην την οικονομία εμάζωξε.