• Τουρκοπαιδεύω έναν 

    Πουλάκης, Δ. (1923)
    παιδεύω πολύ έναν, βασανίζω. (πρβ. Τουρκάλογο= άγριο άλογο και πεισματάρης άνθρωπος)