• Σ' κώθηκ' από τη γούρα 

    Νίτσος, Νικόλαος (1931)
    Λέγεται επί ανθρώπου ασθενήσαντος σοβαρώς και μόλις αρχίσαν αυτός ν' αναρρωννύη. Γούρα εδώ σημαίνει ο τάφος, το μνήμα. Ανάλογος φράσις: Βγήκ' απ' το μνήμα, λεγομένη περί ανθρώπου νοσήσαντος, επιθανατίως και μόλις διασωθέντος.