Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βιάζομαι"
Αποτελέσματα 1-20 από 112
-
Ά βιάζεσαι, μήν τρέχης
(1952) -
Αγάλι αγάλι, ά βιάξεσαι
(1876) -
Απού βιάζεται 'ξωμένει καί μεσόστρατα 'πομένει
(1919)Όποιος θέλει να φύγη γρήγορα θα λησμονήση, θα μείνη. Ξωμένει = διανυκτερεύω, 'πομένει = μένω -
Απού βιάζεται βραδιάζεται
(1962) -
Βιάζεσαι, θά σκοντάψεις
(1965) -
Βιάζεται σάν τήσ σήρασ στό κρεββάτιν
(1940) -
Μη βιάζεσαι γιατί θα γηράσης
(1962) -
Μή βιάζεσαι, γιά θά γεράσης γλήγορα!
(1956) -
Όγοιος βιάζεται σκουνταύει
(1916) -
Όγοιος βιάζεται, σκουντάφνει
(1876) -
Όγοιος βιδιάζεται σκοντάφτει
(1956)