• Βήσσαλο θέλει 'ς την κεφαλή 

    Πάγκαλος, Γεώργιος Εμμ. (1925)
    Λέγεται επί ανθρώπου μοιρολογούντος. Το βήσσαλο, γαστρί (όστρακον) το τυλίσσω εις ένα πανί καί τό επιθέτω εις τήν κεφαλήν τού πάσχοντος εκ ζεβέλας (εγκεφαλικής νόσου) ζώου επί δυό τρείς ώρας. Αν δεν είναι προχωρημένη η ...
  • Δέν έμεινε βήσσαλο 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1958)
    Όλα 'χάθηκαν
  • Τόν κτυπήσαν τά βήσελα 

    Σαμίδης (1912)
    Σημείωση: βήσελα = κεραμίδια