• Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου! 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27
  • Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο
  • Δώτσεν bοπουκάτου, έβγην bοπάνου 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Χτύπησε από κάτου, βγήκε από πάνου. Για εκείνον που τελειώνει γλήγορα τις δουλειές του
  • Δώτσεν dα ά θαλά 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Τον 'ριξε μια πετριά.Όταν κανείς με τρόπο προσβάλλει τον άλλον
  • Δώτσεν ο Θιός τα κα του 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Έδωσ' ο Θεός τα καλά του
  • Δώτσες τα σο στόμα 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Το χτύπησες στο στόμα. Όταν ένας πετύχαινε με το λόγο του το σωστό
  • Έvι αvdί Καβάρη κάτσι 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Είναι σαν του Καβάρη το βράχο
  • Έβgαλαν dα 'ς το πισσάρι, βούτσαν dα σο χατράνι 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Τον έβγαλαν από την πίσσα και τον βούτηξαν στο κατράμι
  • Έβgαλές τα σως το γουργούρι μου 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Μου τάβγαλες ως τον καταπιώνα μου! Όταν ο άλλος σε στενοχωρούσε κι ήσουν έτοιμος να τον βρίσεις. Δείχνοντας με το χέρι το λαιμό, τόλεγαν κι έτσι: Έβgαλες τα σωζ αδά. Αντί γουργούρι έλεγαν και γαργαράς(=λάρυγγας): έβgαλες ...
  • Έβgης αρά 'ς τον gω μου τσαι 'υρεύ' να με μάθεις πλέψιμα 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου και γυρεύεις να με μάθεις κολύμπι
  • Έβγη σου χωματού το πρόσωπο 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Βγήκε στην επιφάνεια της γης. Τόλεγαν γι' ανρθώπους που ήταν χαμένοι και φαναρώθηκαν ή ήταν φτωχοί και νοικοκυρεύτηκαν
  • Έζ Νικόας εν dου σειμωνού η μέση 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Ο Άι-Νικόλας είναι του χειμώνα η μέση
  • Έθακα το νερό σην ασότη 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Έβαλα το νερό στ' αυλάκι
  • Έμbασαν dα ση ζυγού 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Τον έβαλαν στο φορείο
  • Έμbου σο νdάι 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Έμπα στο σακκί
  • Έμωσες την τζοιλία μου αίϊμα 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Γέμισες την κοιλιά μου αίμα. Με θύμωσεσ, μ' έκανες άνω κάτω
  • Έν' ανdί βζησμένον τζιλίδι τσας τα πιέν', gάφτεσαι 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Ερμηνεία: Για ύπουλο άνθρωπο, που μόλις τον γνωρίζεις από κοντά, σου κάνει κακό
  • Έν' ασλάνη νοματού έργο 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Είναι ανθρώπου λέοντα δουλειά, ερμηνεία: Τόλεγαν με θαυμασμό για τις σπουδαίες δουλειές, που χρειάστηκαν τέχνη και δύναμη
  • Ένι ανdί κουτσούκ – σου 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Κουτσούκ – σου = λιγοστό νερό
  • Ένι ασλάν' κιbι φσάχι 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)
    Είναι σα λέοντας παλικάρι