Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 78-97 από 717
-
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
(1951)Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια -
Γω έπα, συ μέτ΄σες
(1951)Εγώ ήπια, συ μέθυσες. Όταν άλλος είχε τη στενοχώρια κι άλλος άναβε κι ήταν έτοιμος για καβγά -
Γω φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα, γω τζο κατέχω τα τσαι συ κατές τα;
(1951)Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα περισσότερα από σένα, εγώ δεν το ξέρω και συ το ξέρεις; -
Γω φτένω τα βάτι σα φσάχε μ': Όνdουνους κορίτσι α πάρει, να κούσει το σάσι τσαι στέρου νdα πάρει
(1951)Εγώ αφήνω διάτα στα παιδιά μου: Οποιανού κορίτσι θα πάρει, ν' ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει. Να μην παντρεύεται κανείς, προτού γνωρίσει έστω και λίγο τη γυναίκα που θα πάρει. Εκείνα τα χρόνια ο γαμπρός, ως την ... -
Γώ πααίνω, τα σκόρdα σας ν' αναρευτούν, να πιέσουν τσουφάλε
(1951)Εγώ φεύγω, ν' αραιώσουν τα σκόρδα σας, να πιάσουν κεφάλια -
Γώ σο γάμο σου μο το κόστσινο α φέρω 'ς το ποτάμι νερό
(1951)Εγώ στο γάμο σου με το κόσκινο θα φέρω από το ποτάμι νερό -
Δεβασέ μες 'ς του βιονού τον gώ
(1951)Μας πέρασε από του βελονιού τον κώλο. Για έναν που άφηνε τους ανθρώπους του και πενούσαν, τους έκανε δηλ. Σαν κλωστές Το λέγαν ιδιαίτερα για τους κακούς κυβερνητές : Ο τσουφαλάς μας δέβασέ μας 'σ του βουνιού τον gώ -
Δόσιμα εν dου Θιού το δόσιμα του ισανού τίπος τζό 'νι
(1951)Δόσιμο είναι του Θεού το δόσιμο, τ'ανθρώπου τίποτε δεν είναι. Μονάχα αυτό που μας δίνει ο Θεός αξίζει -
Δώκαν dα πένdε παράδε να χορέψει, τζο χόρεψε. Στέρου, σαμού έβgε σό χορό, δώκαν dα δέκα παράδε να σταθεί, μή χορέψει, τζό στάθη
(1951)Του δώσανε πέντε παράδες να χορέψει, δέ χόρεψε. Ύστερα, σά βγήκε στό χορό, του δώσανε δέκα παράδες να σταθεί, να μή χορέψει, δέ στάθηκε. Όταν ένας στήν αρχή κάνει πώς δέ θέλει κάτι, μά ύστερα δέ μπορείς να τον συγκρατήσεις. ... -
Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου!
(1951)Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27 -
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο -
Δώτσεν bοπουκάτου, έβγην bοπάνου
(1951)Χτύπησε από κάτου, βγήκε από πάνου. Για εκείνον που τελειώνει γλήγορα τις δουλειές του