Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 78-97 από 245
-
Ηζάρωσα σαν τσακάς
(1885)Ερμηνεία: (υπό του ψύχους) κυρτούμαι, βαδίζω κλίνων προς τα εμπρός. Σημείωση: τσακάδες λέγονται τα μικρά εκείνα μαχαίρια, ων η λεπίς είναι προσαρμοσμένη διά γιγγλύφου ως την λαβίδα και καμπτομένη εισέρχεται εντός αύλακος -
Ηζάρωσα σαν τσακάς αφ' το κρύο
(1885) -
Ηπετάχτηκε σαν την ατσίδα [να μιλήση]
(1924)Ερμηνεία: Αποκρίθηκε άξαφνα (ή εμίλησε άξαφνα) με θυμό, θυμωμένος -
Ησηκώθηκε ο λαγός κι' ηπήρενε την προβιάν του
Εις πτωχούς αποδημούντας ή δυναμένων να φύγουν, ως μη έχοντας κτήμα τι -
Ηύρ' ο κούτρουλας το λαήνι
(1884)Συνναντήθησαν την αυτούς κατότατους ανθρώπουσ. Κούτρουλας= στάμνος ανευ λαιμού -
Ηύρε του μπηξομύτη του
(1884)Μπηξομύτη= δυσκαταγώνιστα, ισχυρός, μένω εις τη φράσει τούτη: ευρέ τον ισχυρότερον, ανώτερόν του