Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 61-80 από 280
-
Αρμένοι, σα μουφλιουσλεεύουνε, προβάτου κρέας τρώνε
(1940)Οι Αρμένηδες όταν φτωχόνουν (πτωχεύουν), τρώνε πρόβειο κρέας. Όταν, ενώ έχεις αμεσώτερες ανάγκες, προμηθεύεσαι ή κάνεις περιττά. -
Ας κάμνει η τσίπα κι αλευρερή κι ας φαίνετ' η κόρη καματερή
(1940)Ας γνέθει η τσίπα (μικρό εργαλείο σχετικό με το γνέσιμο) κι η αλευρερή (δοχείο όπου βάνουν αλέυρι) κι ας φαίνεται η κόρη προκομένη -
Ας σο σιγερόν το ποτάμι να φοβάσαι
(1902) -
Ασ' τ' εγέρασεν η Σάμαμα έβαλεν καγιουράδι
(1940)Από τότε που γέρασε η Σάμαμα έβαλε καγιουράδι (έκανε λούσα, έβαλε κοκκινάδι) -
Αφέντρια ελέϊνεν: όλα τά σεράϊα τά 'μα είναι
(1940)Η αφέντρα (αφέντισα, κυρία) έλεγε: όλα τά παλάτια είναι δικά μου. Για όποιον λέει πώς έχει καί παραέχει καί πώς όλα είναι δικά του. -
Βούδι μου, πουλώ σε, ας κλαίει π' αγοράει σε
(1940)Βώδι μου, σε πουλάω ̇ ας κλάψει αυτός που θα σ' αγοράσει -
Βρέχει, γούνα, και δε σ΄ έχω χιονίζει, γούνα, και δε σ΄ έχω, ας μη σ΄ έχω ποτέ
(1940)Ότι είναι άχρηστο ένα πράμα, μια εκδούλευση που γίνεται, όταν η ανάγκη πέρασε πια