Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 53-72 από 139
-
Ένα χρόνο άσπορος, πέντε χρόνια άθερος
(1908)Τούτο λεγόμενου περί του αγρού γεωπονικώς, δεν δύναται να είναι αληθές παν τουναντίον συμβαίνει, όταν αγρός τις μείνη ακαλλιέργητος επί εν ή πλείονα έτη, έπειτα καλλιεργηθείς γενναίους φέρει καρπούς. Αληθώς έχει η εν λ. ... -
Έχουν τ' αντρόγυνα κατσά, νάχουν τ΄αδέρφια αμάχη ενάχη τσ' μάνα με παιδί, ως που να μπή τσαί νάβγη
(1908)Η μεταξύ συζύγων ή αδερφών έχθρα και η κατά του παιδός οργή της μητρός δεν δύναται να είναι ισχυρά, ούτε έμμονος. -
Εγώ πήρα την ακουή σαν τον κακό το λύκο τσαί σπίτι μου να τσοιμηθώ μένα μου λεν πως λείπω
(1908)Τοσούτον εδυσφημίσθην, ώστε και όταν σωφρονώ, δεν νομίζομαι σωφρονών -
Εψές πέθαν' ο άντρας μου, προχτές ο γάϊδαρός μου σήμερο πάει τσ' ο χοιούρος μου τσαί ποιόν να πρωτοκλάψω, ας κλάψω 'γω το γάιδαρο που πήγαινα στο μύλο τσ' άντρας μ' ας τρώη χούματα τσ' εγώ τρώου το χοιούρο
(1908)Γελοιαστικόν ποίημα προς εμπαιγμόν του ήθους των γυναικών -
Η αλεπού στην τρούπα της ζημία δεν κάμνει
(1908)Περί ανθρώπων οίτινες ποιήσεσι βλαβηντινα εν ω διατριβούσιν -
Κάσε, κόττα μου, στ' αυγά σου τσαί στα πετρολίθαρά σου για να βγάλης τα πουλιά σου ούλα κι – κι - κι τσ' ένα κα – κα – κα
(1908)Ούτως εν Κονίστραις ο τελευταίος στίχος λέγεται ενταύθα και άλλως “ούλα κου-κου-κου τσ' ένα κα-κα-κα” ή “πειότερα κου-κου-κου, πειό λίγα κα-κα-κα. Δια του κι-κι-κι,κο-κο-κο και κου-κου-κου νοούνται αλέκτορες, δια δε του ... -
Καλό στον άγιο του θεού τσάι τον οχτρό της πίττας
(1908)Ειρωνική προσφόνησις πρβλ. Πολίτου εν λ. αρ. 18 -
Καμάτρας χέρια δρώνουνε τσαί γληγορούς ποδάρια
(1908)Αι παροιμίαι αύται ουδέν σαφές κεφάζουσιν, εσχηματίσθησαν από ατομικών τινων παρατηρήσεων και επαναλαμβάνονται αναγερόμεναι εισ τους ιδρώνοντας κατά τους πόδας ή τας χείρας παιδιάς χάριν -
Κατακαημένε αθρώπε, μια λίτρα κρίας γεννείσαι σαν πύργος θεμελιώνεσαι, σα διάργυρος σκορπιέσαι
(1908)Σχετλιαστικόν του ανθρώπου δίστιχον -
Κατακαημένος άθρωπος ατός τσ' απατός του κάμνει κάκο του λόγου, που δεν το κάμν' ο οχτρός του
(1908)Πολλάκις ο άνθρωπός υπό πείσματος και ισχύρογνωμοσύνης ελαυνόμενο, ποιεί κακόν εις εαυτόν, οίον ουδ΄ο εχθρός αυτού δύναται να ποιήση