Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 502-521 από 1675
-
Εσήβεν 'ς ση σειράμ
(1874)Εγένετο ήδη ικανός ζων αυτός εργαζόμενος, ή εγένετο εκ των σημαινόντων τι -
Εσκιτσης δουλείαν κ είσεν έσκιζεν κ' εμπάλεζεν
(1874)Οσκυτοτόμος αργός ών αναλύωντας ραφάς αύθες επέρραπτεν. Σημ. Εσκιτσης = λιουρ σευτοτόμον -
Εσταύρωσέ με
(1921) -
Εσύ κορ'τσόπον, έντρισες, νούντσον και τη χερεία σ
(1929)Εσύ, κοριτσάκι, παντρεύτηκες, σκέψου πως μπορεί να μείνης και χήρα -
Εσύ πάς εκαρκάριξες κ' εσήβες 'ς σύν δουλείαν
(1874)Και σύ ως ευσθενούσα δή μετέσχες της εργασίας ή του έργου. Ερμηνεία: Π. Ειρωνική επί των μή ευσθενούντων μετεχόντως δέ τινος εργασίας ες δή ασθενών -
Εσύ πας ολίγου σείου (σαλεύου)
Ερμηνεία: Μη αεί εις έτερων χείρας (τ.ε. Τρωγών, βοήθειαν) απόβλτως -
Εύρεν παλαλά χωριά και σωρεύ πολλά φυλυρία
(1896)Ερμηνεία: Επι ασυνειδήτων καταχρωμένων απλότητα και καλοκαγαθίαν άλλων