Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 348-367 από 717
-
Ο χωρίοζ εν σο κάχιν 'bάνου, κάτσε vdα 'ρτϊέσουμ' τζαι 'στέρου άμε
(1951)Το χωριό είναι στην πλαγιά πάνου, κάτσε να το φέρουμε στα ίσια κι ύστερα φεύγεις -
Ο χωρίος κόντσεν gως, συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)Το χωριό πέταξε κώλο (πήρε τον κακό δρόμο), εσύ θα το σιάξεις; -
Ό,τι 'α βρέξει, 'ς κατεβάσει
(1951) -
Ό,τι 'α δώζ' μό τα σέρε σου, ατσείνο 'α υπά' νdάμα σου
(1951)Ό,τι θά δώσεις με τα χέρια σου, εκείνο θά πάει μαζί σου. Οι ελεημοσύνες είναι το καλύτερο εφόδιο του ανθρώπου πού πεθαίνει. Όπως λένε και στήν Εκκλησία (Ακολουθία νεκρώσιμος εις ιερείς): Αν ηλέησαν, άνθρωπε, άνθρωπον, αυτός ... -
Ό,τι σε λέν, 'τι μη κρους ̇ να μη τα μbάσ' σην τζάπη σου, κανείνα μημ bιστεύ'
(1951)Ό,τι σου λένε, μην ακούς, αν δεν τα βάλεις στην τζέπη σου, κανένα μην πιστεύεις -
Όηλοζ είδεν dα η στσιάδη τζου δεν dα
(1951)Ο ήλιος το είδε η σκιά δεν το είδε. Για πράγματα που κρατάνε λίγο -
Όνdουνους θύρι ΄ά δώσ΄ ΄ά δώσουν τσαί το σόν dο θύρι
(1951)Οποιανού πόρτα χτυπήσεις, θα χτυπήσουν και τη δική σου πόρτα. Ό,τι κάμεις θα πάθεις. Ό,τι ζητήσεις από άλλους, θα το ζητήσουν κι από σένα -
Ότι βρέξει, ας κατεβάσει
(1951) -
Ότιζ έφαεν dο γισκαλάκι, ατσείνος να 'πνώσει μο τη νύφ'
(1951)Όποιός έφαγε το κολοκύθι, εκέινος να κοιμηθεί με τη νύφη -
Ότιζ λε' τ' ορτόμ dου, γατϊέζουν dα'ς τα οφτά χωρία
(1951)Όποιος λέει την αλήθεια, τον διώχνουν από τα εφτά χωριά -
Ότις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δύο φορέδες
(1951)Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθάει δύο φορές. Πόντ. Α. Π. αρ. 304: Βερεσιάν κρασίν πού πίν', δύο φοράς μεθύ' -
Ότις τζο ΄υρεύει να κούσει τα κροτάλε, σο μύον τζο πααίνει
(1951)Όποιος δε θέλει ν΄ ακούσει τα κροτάλια, στο μύλο δεν πηγαίνει. Κρόταλε είναι τα βαρδάρια του μύλου, που κάνουν μεγάλο θόρυβο στο άλεσμα -
Οι νομάτοι ζένουν σάμου τρών dα σταφύλε, οι ναίτσες ζένουν σαμού 'θίζουν dα τζίτζιφα.
(1951)Οι άντρες ανάβουν όταν τρώνε τα σταφύλια, οι γυναίκες ανάβουν όταν ανθίζουν τα τζίτζιφα.