Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 322-341 από 702
-
Η πεθερά μ' πα έλεε 'νύφε, τ' οπίσ' πα νούντσο, ποίο και τα δουλείας ι σ' και το κουνί σ' πα κούντσο
(1929)Καί η πεθερά μου έλεγε “νύφη, σκέψου και τα υστερινά, κάνε και τοίς δουλειές σου, κούνα και την κούνια. Κοτ. δεν πρέπει να παραμελήται η μία εργασία χάριν της άλλης -
Η πεθερά σ' αγαπά σε
(1929)Σε αγαπά η πεθερά σου. Μετά χαριτολογίας προς επισκέπτην ερχόμενον καθ΄ ην ώραν τρώγομεν -
Η τσούνα αν κι λαΐζ τ' ουδάρ'ν ατ' ς, ο σκύλον κι σουμών
(1939)Η σκύλα αν δεν κουνήσει την ουρά της ο σκύλος δεν πλησιάζει -
Η τσούνα π' εκουταβίασεν, μαλέζ' κ' εχόρτασεν
(1939)Η σκύλα που έκανε κουτάβια, που γεννοβόλησε, κουρκούτι δε χόρτασε -
Η χροναρία κάθεται, κ' εβδομαδού αντρίζ'
(1939)Η αρραβωνιασμένη πριν ένα χρόνο κάθεται, κ' η άλλη σε μια εβδομάδα παντρεύεται. Για προθύστερα σχήματα -
Η ψη την ψην όντας κι θέλ', ποπά ντο στεφανώνεις;
(1939)Για τα συνοικέσια, όπου από πριν είναι γνωστή η ασυμφωνία των χαρακτήρων, και η έλλειψη συμπάθειας του ενός ή και των δυο μελλονύμφων μεταξύ τους. Η παροιμία απλώνεται και σ' άλλες εκδηλώσεις της ζωής, φιλίες άσπονδες, ... -
Ήλε- μ, αργάτες κ' 'ενουσνε, καμμιάν κ' εβραδάστες ;
(1939)Το λέγαν οι εργάτισσες των χωραφιών με μακρόσυρτο και θλιβερό σκοπό, σα μοιρολόγι, βλέποντας τον ήλιο όταν μεσουρανούσε -
Ήμπαν ακούς πολλά κεράσα μικρόν καλάθ' έπαρ' και δέβα
(1939)Όμοιο με το: Όπου ακούς πολλά κεράσια μικρό καλάθι πάρε μαζί σου -
Ήντσαν έχ' πολλά βούτερον, βάλλ' και σα κιντέας
(1939)Όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στις τσουκνίδες -
Ήντσαν εβγαίν' και πορπατεί, για κάτ' θα ηυρίκ' και τρώει, για κάτ' θα ηυρίκ' και τρώει-ατον
(1939)Όποιος βγαίνει και περπατεί ή κάτι βρίσκει θα βρει να φάγει, ή κάτι θα τον βρει να τον φάγει -
Ήντσαν τρέχ' στην αρχοντίαν συγερά την εφτωχίαν
(1939)Όποιος τρέχει στην αρχοντιά, γερνάει με τη φτώχεια