Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 282-301 από 717
-
Να τρως ανdί λύκος, σαμού πιέν' τ' όργο πάλ' ανdί καρτσουλϊέκ νdά πιέσ'
(1951)Να τρως σα λύκος, όταν όμως πιάνεις τη δουλειά, σαν πάνθηρας να την πιάνεις -
Να φσίνξει το θαλί, ά βgάλει νερό
(1951)Αν σφίξει την πέτρα, θα βγάλει νερό. Για τους χειροδύναμος. Λεβ. 77, Ποντ. Δ. Π. αρ. 324, : Τα λιθαρά να τζουμίζ'νερόν εβγάλλ' -
Να φτσαιρέσω το 'μόν dο τσουφάλι, να εμώσω το σον dο τσουφάλι
(1951)Ν' αδειάσω το δικό μου κεφάλι, να γεμίσω το δικό σου -
Νά νά΄ς ψωμί, ΄ά νάρτει κονdά σου να μή νά΄ς, τζο ΄ρτσεται
(1951)Αν έχεις ψωμί, θα ΄ρθει κοντά σου, αν δεν έχεις δεν έρχεται. Όσο έχει κανείς λεφτά, έχει και φίλους – Λεβ. 74 -
Νά νάσ΄ νύσε α ξυστής΄ να μη νάσ΄ ά σε φαν dα φτείρε
(1951)Αν έχεις νύχια, θα ξυστείς αν δεν έχεις, θα σε φαν οι ψείρες. Για κείνους που δεν έχουν τρόπο να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Λεβ. 75 – Πόντ. Ακ. Σελ. 485 : Νύχια ΄κ΄ έχ΄ να τοαφίεται -
΄Ναίκα είσαι τσαί τζο κατζεύ ;
(1951)Γυναίκα είσαι και δε μιλάς ; Οι γυναίκες τότε στα Φάρασα δεν μπορούσαν να μιλούν μπροστά στους άντρες -
Νε το κεbάπι κάφτει, νε το ιλίδι
(1951)Ερμηνεία: Γι' άνθρωπο που δε θέλει να λυπήσει ούτε το ένα ούτε το άλλο από δυό που μαλώνουν -
Νε του Σαμού το σοκάρι, νε του Αράπ' η χαραή
(1951)Ούτε της Δαμασκού η ζάχαρη, ούτε του Αράπη τα μούτρα -
Νέ την gόρη του δίτει, νέ το συμbεθερό φκανdάζει
(1951)Ούτε την κόρη του δίνει, ούτε το συμπέθερο κακοκαρδίζει. Γιά κείνον πού τα καταφέρνει να κάνει και τή δουλειά του και να τα έχει με όλους καλά. Η παροιμία είναι παρμένη από τις προξενιές, όπου ο έξυπνος πατέρας μπορεί ν' ... -
Νηστικός στήκνεις· ΄υμνός τζο πορείς να σταθείς
(1951)Νηστικός στέκεσαι· γυμνός δε μπορείς να σταθείς -
Ξεπέλ' σε 'Εζ Γιώργης τ' αβγό του σο τσαΐρι. Ξαπόλυσε ο Άι -Γιώργης τ' άλογο του στο λιβάδι
(1951)Από τ' Άι -Γιρωργιού, 23 Απριλίου, οι Φαρασιώτες ξαπολούσαν στα λιβάδια τ' άλογα και τ' άλλα τους χοντρά ζώα για βοσκή. Από τότε κολακαίρευε -
Ο αδερφός μου είναι αδερφός μου ας τον χαρεί η γυναίκα του
(1951)Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.