Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 122-141 από 280
-
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
(1938)Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε -
Είμαι και κακή, πειριάζουνε με και πολλοί
(1940)Είμαι και κακή, με πειράζουν και πολλοί. Γυναικεία κουβέντα, απάνου στο θυμό -
Εκύλιεν το κουτί κι ηύρεν το κουτοπούλι
(1940)Λκύλισε το κουτί και βρήκε το μικρό κουτί. Ειρώνικά, για το σμίξιμο που κάνουν άνθρωποι χωρίς χαρακτήρα ή με κακό χαρακτήρα -
Εμ΄ ενέμπεσα, εμ΄ εσκοτώθα
(1940)Και έπεσα και σκοτώθηκα. Όταν έρχονται μαζωμένες συμφορές στο κεφάλι του ανθρώπου -
Εμάκρυνεν ο γάϊδαρον κ' εκόντυναν τα ρούχα του
(1902)Ερμηνεία: Επί των ταχέως αυξανομένων σωματικώς -
Εμάκρυνεν ο γάϊδαρον κ' εκόντυνεν το σεμέριν ατ
(1929)Μάκρυνε ο γάϊδαρος και κόντυνε το σαμάρι του -
Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι
(1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του -
Εξηύρεν ατ' ο Καλεμ'ην κι επόμεινεν ο Βάρναλη
(1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του. Παραλλαγή: Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι -
Επείνασαν οι ποντικοί κι ετάραξαν τ' αλευρερές
(1940)Πείνασαν οι ποντικοί κι ανακατώσανε (ψάξανε) τις αλευρερές -
Ερχόντανεν η λυγερή κι εγόρασε λανάρι
(1940)Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). Για τους φανταγμένους, που πάνε και παίρνουν πράματα άχρηστα, το λανάρι δεν το χρειάζεται κανείς κάθε μέρα – ο φανταγμένος νομίζει ότι αν το 'χει κι ... -
Ζαρός κι απόζαρος
(1940)Ζαρωμένος κι αποζαρωμένος – Χαρακτηριστικό για τον ασουλούπωτο άνθρωπο, για τον αποτυχημένο