Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 1047-1066 από 1407
-
Που πάτε έρμα ; Να ρημάξουμε κι΄αλλού
(1956)Ερμηνεία: Για ένα που απέκτησε περιουσία με αδικίες και άρχιζε να την χάνη -
Πούλ΄σα την κάππα μ'
(1956)Είχα τόσο μεγάλη ανάγκη, που πούλησα ακόμα και το σκέπασμα που σκεπάζομαι -
Πουλεί το γάϊδαρο για μητροπολίτη
(1956)Άνθρωπος απατεών, που γελά τον αγοραστή και πουλεί το μηδαμινό για πολύτιμο -
Πουλιά με το στόμα να πιάν΄ η γυναίκα, πάλι δεν προφθαίνει
(1956)Της γυναίκας η δουλειά πόσο βαρειά ήταν τα περασμένα -
Πουλιά να πιάνης με το στόμα, πάλε δε θα τον ευχαριστήσηγς
(1956)Για τον αχάριστο και ιδιότροπο εργοδότη που όσο άξιος και προκομμένος να είναι ο εργάτης του, αυτός ποτέ δεν μένει ευχαριστημένος -
Πρόστυχο άνθρωπο, κι' άγιο λείψανο αν γίνη, μη τον προσκυνήσης
(1956)Ο πρόστυχος και σε μεγάλα αξιώματα ν' ανέβη, πάλι πρόστυχος θα είναι -
Προσκυνημένο κεφάλι σπαθί δεν το κόβει
(1956)Το σκλάβο που έρριχνε το κεφάλι και προσκυνούσε τον τουρκο, δεν τον έκοφτε το σπαθί του -
Πως παν οι πεθαμένοι στον Άδη; Βλέποντας ο ένας τον άλλον
(1956)Οι άνθρωποι μιμούνται και ο ένας πηγαίνει πίσω απο τον άλλον -
Ράφτε, ξύλωνε, δουλειά μή σε λείπη
(1956)Γιά ένα πού δεν προσέχει όταν κάνη μιά δουλειά, και την χαλνά γιά να την ξανακάνη -
Ρίχνω στ' άδεια, να πιάση στα γεμάτα
(1956)Όταν ένας από σκοπού λέγει δικές του ιδέες και τις παρουσιάζει ως δήθεν ιδέες του αντικρινού του, με τον σκοπό να μάθη και εξιχνιάση την πραγματική σκέψη και διάθεση του ομιλητού του -
Ρώτ'σαν τον λύκο, γιατί είναι ο λαιμός του χοντρός, και κείνος είπε γιατί κυττάζω μοναχός μου τη δουλειά
(1956)Ο ίδιος πάντοτε καλύτερα κάμνει τη δουλειά του από τον ξένο -
Ρωτώντας ρωτώντας, πάγει κανείς στο Μπαγντάτι
(1956)Όταν ρωτά κανείς μπορεί να πάγη σ' όποιο μέρος θέλει και πολύ μακριά. Το Βαγδάτι τότε θεωρούνταν ο πιο μακρυνός τόπος