Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γενιά"
Αποτελέσματα 127-135 από 135
-
Το δένdρον με τις κλώνους του πρέπει κι' άθθρωπος με τη γενεοκλά(δ)α του
(1893)Ερμηνεία: Επί των συνταυτιζομένων συγγενών. Σημ. γενεοκλά(δ)α=οικογένεια -
Το Σκουντί από μητάτο, κι' άνθρωπος από γενειά
(1893)Εν λεξιολ. Σελ. 176, Σκουντί και σκουδί=κύων -
Τον επέρασε γενεαίς, δεκατέσσερες
Ύβρισε όλο το γένος του εσκυλόβρισε η εν γένει όλο το συγγενολόϊ -
Τον πέρασε γενεές δεκατέσσερες
(1920) -
Τον περνάει γενεές δεκατέσσερεις
(1928)Επί αθυροστόμου αποκαλύπτοντος και τα μάλλον ελάχιστα τρωτά τινός