Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "προκόβω"
Αποτελέσματα 53-67 από 67
-
Σα dη gάτω bέτρα του μύλου, πα dα χέρια dου
(1963)Λέγεται, σαν φιλικό πείραγμα για άνθρωπο, που δεν αγαπά πολύ την εργασία, που είναι βραδύς κ.τ.λ. -
Σαν τη λουγαρίδα (αράχνη) προυκουμέν'
Λέγεται για τις γυναίκες που δουλεύουν προκομμένα και γρήγορα -
Το επρόκοψ' η καϊμένη το Σαββάτο που σημαίνει
(1907)Ερμηνεία: Δηλαδή την τελευταίαν στιγμήν, επί οκνηρίας οικοδεσπίνης -
Τον προκομμένον άνθρωπον ως κι ο Θεός εντράπη
(1876)Τον προκομμένον άνθρωπον και ποιος δεν τον εντράπη; -
Τώρα πρόκοψεν η καημένη (που κτύπησεν ο εσπερινός)
(1952)Λέγεται για κείνες που εργάζονται αφού κτυπήσουν οι καμπάνες για τον εσπερινόν